3Α.-(1) Η Εθνική Αρχή Στοιχημάτων ή αστυνομικός κατ’ εντολή του Αρχηγού της Αστυνομίας, δύναται να υποβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου μονομερή (ex parte) αίτηση, σε οποιοδήποτε στάδιο μετά την καταχώριση κατηγορητηρίου, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 6Β, 6Δ και 6Ε του παρόντος Νόμου, και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα απαγόρευσης διενέργειας τυχερών παιχνιδιών καζίνο ή παροχής υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών καζίνο ή κατοχής και λειτουργίας παιγνιομηχανήματος περιορισμένου οφέλους ή/και διάταγμα αναστολής της λειτουργίας οποιουδήποτε υποστατικού ή τόπου που συνδέεται με το εκδικαζόμενο αδίκημα, αφού ικανοποιηθεί ότι -
(α) το κατηγορητήριο περιέχει αναφορά σε αδικήματα του παρόντος Νόμου· και
(β) υπάρχει εκ πρώτης όψεως μαρτυρία που να συνδέει συγκεκριμένο πρόσωπο ή υποστατικό ή τόπο με το εκδικαζόμενο αδίκημα.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμών ή πρακτικής για την έκδοση των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) διαταγμάτων, δεν απαιτείται στα πλαίσια του παρόντος Νόμου, να συντρέχει οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση ή επείγουσα περίσταση.
(3) Ως προς τον τύπο (form) της αίτησης ακολουθούνται οι διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν ενδιάμεσες μονομερείς (ex parte) αιτήσεις.
(4) Δικαστήριο το οποίο κρίνει κατηγορούμενο πρόσωπο ένοχο για αδίκημα κατά παράβαση των άρθρων 6Β, 6Δ και 6Ε του παρόντος Νόμου, επιπρόσθετα με την επιβολή ποινής και αφού λάβει υπόψη του κατά πόσο υπάρχει εύλογος κίνδυνος τέλεσης νέου αδικήματος στο μέλλον, δύναται να διατάξει το κατηγορούμενο πρόσωπο να -
(α) διακόψει ή αναστείλει οποιεσδήποτε ενέργειες ή πρακτικές ή υπηρεσίες που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί· και/ή
(β) κλείσει και διατηρήσει κλειστό οποιοδήποτε υποστατικό σε σχέση με το οποίο έχει διαπραχθεί το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί,
αμέσως ή εντός εύλογης προθεσμίας και κάτω από όρους που το δικαστήριο κρίνει σκόπιμο ή αναγκαίο να καθορίσει στο διάταγμα, με σκοπό την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.
(5) Στην περίπτωση που εκδίδεται διάταγμα σύμφωνα με τις πρόνοιες των εδαφίων (1), (2) και (3) ή του εδαφίου (4) και το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το διάταγμα παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί εντός του χρόνου που καθορίζεται σ’ αυτό, ο Αρχηγός της Αστυνομίας προχωρεί στην εκτέλεση του διατάγματος και τα έξοδα της εκτέλεσης επιβαρύνουν το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα και θεωρούνται και εισπράττονται ως χρηματική ποινή σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(6) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα μέσα στη χρονική περίοδο που τυχόν καθορίζεται σ’ αυτό, ανεξαρτήτως αν ο Αρχηγός της Αστυνομίας προχώρησε στην εκτέλεση ή εκτέλεσε το διάταγμα αυτό, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (€300.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.