93. Όταν δικαστής διεξάγει προανάκριση, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) όταν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί ή προσκομιστεί ενώπιον του Δικαστή, ο Δικαστής διαβάζει και εξηγεί σε αυτόν την κατηγορία στην οποία, οπωσδήποτε, ο κατηγορούμενος πρέπει να μην κληθεί να απολογηθεί και αν δοθεί οποιαδήποτε απάντηση, αυτή δεν καταχωρίζεται από το Δικαστή
(β) ο Δικαστής προχωρεί στη λήψη της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας, κατά τον τρόπο που προβλέπεται στα άρθρα 96 και 97, στην παρουσία του κατηγορούμενου και, όταν οποιαδήποτε μαρτυρία δίνεται σε γλώσσα μη κατανοητή από τον κατηγορούμενο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 65:
Νοείται ότι, αν ο κατηγορούμενος δεν συμπεριφέρεται ευπρεπώς, οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 63 εφαρμόζονται στην παρούσα παράγραφο με τις αναγκαίες προσαρμογές
(γ) αν, μετά την εξέταση των μαρτύρων που κλήθηκαν εκ μέρους της κατηγορίας, ο δικαστής θεωρεί ότι με βάση την απόδειξη όπως αυτή έχει, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 94, υπάρχουν επαρκείς λόγοι για παραπομπή του κατηγορούμενου σε δίκη, ο δικαστής διαβάζει και πάλι στον κατηγορούμενο την κατηγορία και εξηγεί σε αυτόν τις ακόλουθες λέξεις ή λέξεις παρόμοιας έννοιας:
“Αυτή δεν είναι η δίκη σου. Θα δικαστείς αργότερα ενώπιον Κακουργιοδικείου. Θα μπορέσεις τότε να χειριστείς την υπεράσπιση σου και να καλέσεις μάρτυρες για λογαριασμό σου. Εκτός αν επιθυμείς να επιφυλάξεις την υπεράσπιση σου, που είσαι ελεύθερος να το κάνεις μπορείς τώρα είτε να καταθέσεις χωρίς όρκο είτε να δώσεις μαρτυρία με όρκο και εν πάσει περιπτώσει να καλέσεις μάρτυρες για λογαριασμό σου. Αν δώσεις μαρτυρία με όρκο υπόκεισαι σε αντεξέταση. Οτιδήποτε δυνατό να πεις είτε με όρκο ή μη θα καταγραφεί και δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία κατά τη δίκη σου ενώπιον του Κακουργιοδικείου”
και ο Δικαστής προχωρεί δηλώνοντας και υποδεικνύοντας σε αυτόν να κατανοήσει πλήρως ότι αυτός δεν έχει τίποτα να ελπίζει από οποιαδήποτε υπόσχεση για εύνοια και τίποτε να φοβάται από οποιαδήποτε απειλή η οποία δυνατό να του έγινε για να τον υποκινήσει να προβεί σε οποιαδήποτε παραδοχή ή ομολογία ενοχής αλλά ότι οτιδήποτε στη συνέχεια αυτός πει είναι δυνατό να δοθεί ως μαρτυρία κατά τη δίκη του ανεξάρτητα από οποιαδήποτε τέτοια υπόσχεση ή απειλή
(δ) κάθε τι το οποίο αναφέρει ο κατηγορούμενος είτε υπό τύπο κατάθεσης χωρίς όρκο είτε υπό τύπο ένορκης κατάθεσης καταγράφεται εξολοκλήρου από το Δικαστή και διαβάζεται σε αυτόν και, κατά το χρόνο που διαβάζεται αυτό ο κατηγορούμενος είναι ελεύθερος να επεξηγήσει ή προσθέσει στο κείμενο που καταγράφτηκε. Στη συνέχεια το κείμενο που καταγράφτηκε υπογράφεται από τον κατηγορούμενο και επιβεβαιώνεται από το Δικαστή0 αν ο κατηγορούμενος είναι ανίκανος να υπογράψει το όνομα του, αυτός επιθέτει το σημείο του που επιβεβαιώνεται από το δικαστή και, αν ο κατηγορούμενος αρνείται να υπογράψει ή να επιθέσει το σημείο του, ο δικαστής σημειώνει την άρνηση αυτή και το κείμενο που καταγράφτηκε από αυτόν δύναται να χρησιμοποιηθεί ωσάν ο κατηγορούμενος να υπόγραψε αυτό ή έβαλε το σημείο του σε αυτό.
Η κατάθεση του κατηγορούμενου που καταγράφτηκε όπως έχει ειπωθεί δύναται, χωρίς περαιτέρω αποδείξεις, να γίνει δεκτή και να διαβαστεί ως μαρτυρία κατά τη δίκη του εκτός αν αποδεικνύεται ότι ο δικαστής ο οποίος φέρεται ότι επιβεβαίωσε την κατάθεση δεν επιβεβαίωσε πράγματι αυτή
(ε) ο Δικαστής τότε, και ανεξάρτητα αν ο κατηγορούμενος έχει ή δεν έχει προβεί σε κατάθεση χωρίς όρκο ή ένορκη μαρτυρία, ρωτά αυτόν αν επιθυμεί να καλέσει μάρτυρες για λογαριασμό του και ο Δικαστής λαμβάνει τη μαρτυρία οποιουδήποτε μάρτυρα που κλήθηκε από τον κατηγορούμενο κατά τον τρόπο που προβλέπεται στα άρθρα 96 και 97
(στ) ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του είναι ελεύθερος να αγορεύσει ενώπιον του Δικαστηρίου-
(ι) μετά την εξέταση των μαρτύρων που κλητεύτηκαν εκ μέρους της κατηγορίας
(ιι) αν δεν κληθούν μάρτυρες από την υπεράσπιση, αμέσως μετά την κατάθεση χωρίς όρκο ή την ένορκη μαρτυρία του κατηγορούμενου0 αν κληθούν μάρτυρες από την υπεράσπιση αμέσως μετά την μαρτυρία των μαρτύρων αυτών
(ζ) αν ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του αγορεύσει σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (στ) η κατηγορία δικαιούται να απαντήσει
(η) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 94, αν στο τέλος της υπόθεσης για την κατηγορία, ή μετά την ακρόαση οποιασδήποτε μαρτυρίας υπεράσπισης, ο Δικαστής θεωρεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για παραπομπή του κατηγορούμενου σε δίκη, διατάσσει την απαλλαγή του ως προς τη συγκεκριμένη υπό εξέταση κατηγορία αλλά η απαλλαγή αυτή δεν συνιστά κώλυμα για οποιαδήποτε μεταγενέστερη κατηγορία σε σχέση με τα ίδια γεγονότα είτε για την ίδια κατηγορία ή οποιαδήποτε άλλη κατηγορία
(θ) αν ο κατηγορούμενος δεν απαλλαγεί, ο δικαστής παραπέμπει αυτόν σε δίκη από το Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στην επαρχία στην οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι διαπράχτηκε το ποινικό αδίκημα, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 157, είτε απολύει αυτόν με εγγύηση είτε τον φυλακίζει για ασφαλή κράτηση.