58.-(1) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο, που εμφανίζεται είτε συμμορφούμενο προς κλήση ή δυνάμει εντάλματος ή παριστάμενο στο Δικαστήριο και καλούμενο από το Δικαστήριο να δώσει μαρτυρία-
(α) αρνείται να ορκιστεί ή να δώσει βεβαίωση· ή
(β) αφού ορκιστεί ή δώσει βεβαίωση, αρνείται να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση που του υποβάλλεται· ή
(γ) αρνείται ή αμελεί να παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο ή πράγμα το οποίο απαιτείται από αυτό να παρουσιάσει, χωρίς να παρέχει σε οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση δικαιολογία που ικανοποιεί το Δικαστήριο για την άρνηση αυτή ή αμέλεια, το Δικαστήριο δύναται, με ένταλμα, να φυλακίσει αυτό, εκτός αν αυτό νωρίτερα συναίνεσε να πράξει ότι απαιτείται από αυτό.
(δ) [Διαγράφηκε]
(2) Αν το πρόσωπο αυτό, κατά την προσαγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου και πάλι αρνείται να πράξει ότι απαιτείται από αυτό, το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί αυτό σκόπιμο, και πάλι να φυλακίσει αυτό και τούτο θα επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα μέχρις ότου το πρόσωπο αυτό συναινέσει να πράξει ότι απαιτείται από αυτό.
(3) Κάθε πρόσωπο που φυλακίστηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού δύναται να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οι διατάξεις του Νόμου αυτού που αφορούν σε εφέσεις που ασκούνται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου από πρόσωπα που καταδικάστηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο εφαρμόζονται με τις ανάλογες προσαρμογές σε περίπτωση μάρτυρα που φυλακίστηκε δυνάμει του άρθρου αυτού.
(4) Οι παρούσες διατάξεις καθόλου δεν επηρεάζουν την ευθύνη οποιουδήποτε τέτοιου προσώπου να υπόκειται σε οποιαδήποτε άλλη ποινή ή διαδικασία για άρνηση ή αμέλεια να πράξει ότι απαιτείται από αυτό ή εμποδίζουν το Δικαστήριο από το να εκδικάσει στο μεταξύ την υπόθεση σύμφωνα με οποιαδήποτε άλλη επαρκή μαρτυρία που λήφθηκε ενώπιον του.