98. Όταν κατηγορούμενος παραπέμπεται σε δίκη για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, κάθε ένορκη κατάθεση σε προανάκριση και έγγραφο ή τεκμήριο που σχετίζεται με το ποινικό αδίκημα δύναται, αν οι όροι που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού ικανοποιούνται, χωρίς περαιτέρω απόδειξη, να γίνει δεκτή και διαβαστεί ως μαρτυρία στη δίκη του εν λόγω κατηγορούμενου, είτε για το εν λόγω ποινικό αδίκημα είτε για οποιοδήποτε άλλο ποινικό αδίκημα που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα ή περιστατικά, ως το εν λόγω ποινικό αδίκημα.
(2) Οι πιο πάνω όροι που έχουν προαναφερθεί είναι οι ακόλουθοι-
(α) η ένορκη κατάθεση σε προανάκριση πρέπει να είναι η ένορκη κατάθεση είτε μάρτυρα του οποίου η παράσταση κατά τη δίκη δηλώνεται ότι δεν είναι αναγκαία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 100 (αν αυτός δεν είναι μάρτυρας που έχει ειδοποιηθεί μεταγενέστερα ότι απαιτείται η παράσταση του κατά τη δίκη) ή μάρτυρα ο οποίος αποδεικνύεται κατά τη δίκη ότι απουσιάζει από τη Δημοκρατία ή ότι κρατείται μακριά από επικοινωνία με μέσα που παρασχέθηκαν από τον κατήγορο ή τον κατηγορούμενο ή για λογαριασμό καθενός, ή ότι είναι νεκρός ή παράφρονας ή τόσο ασθενής ώστε να μην είναι ικανός να ταξιδεύσει ή ότι είναι ανίκανος να παραστεί για οποιοδήποτε άλλο επαρκή λόγο που ικανοποιεί το Δικαστήριο0 και
(β) η ένορκη κατάθεση σε προανάκριση πρέπει να φέρεται ότι έχει επιβεβαιωθεί από Δικαστή ενώπιον του οποίου φέρεται ότι έχει ληφθεί και η ένορκη κατάθεση θεωρείται ότι επιβεβαιώθηκε με τον τρόπο αυτό εκτός αν αποδειχτεί ότι πράγματι δεν επιβεβαιώθηκε με τον τρόπο αυτό.