145.-(1) Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται-
(α) να απορρίψει την έφεση
(β) να επιτρέψει την έφεση και να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση αν θεωρεί ότι η καταδικαστική απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί για το λόγο ότι ήταν, αφού ληφθεί υπόψη η απόδειξη που προσάχθηκε, αδικαιολόγητη ή ότι η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίκασε, έπρεπε να ακυρωθεί λόγω πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος ή για το λόγο ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης:
Νοείται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, ανεξάρτητα της γνώμης του ότι το ζήτημα που εγείρεται στην έφεση μπορεί να αποφασιστεί υπέρ του εφεσείοντος, δυνατό να απορρίψει την έφεση αν κρίνει ότι δεν προέκυψε πράγματι ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης
(γ) να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σε αυτό ποινή ανάλογα
(δ) να διατάξει νέα δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου που επέβαλε ποινή ή ενώπιον οποιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία επί του ζητήματος.
(2) Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά ποινής, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να αυξήσει, μειώσει ή μετατρέψει την ποινή.
(3) Κατά την εκδίκαση έφεσης που ασκήθηκε από ή με έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας-
(α) από αθωωτική απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται-
(ι) να ακυρώσει την απόφαση αυτή και να καταδικάσει και επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα ηδύνατο να καταδικαστεί βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε
(ιι) να διατάξει όπως διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα ή όπως ο κατηγορούμενος επαναδικασθεί
(ιιι) να απορρίψει την έφεση
(β) από απόφαση για το λόγο ότι η ποινή ήταν ανεπαρκής το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται-
(ι) να αυξήσει την ποινή
(ιι) να απορρίψει την έφεση.