149.-(1) O Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και οποιοσδήποτε διάδικος που δεν είναι ικανοποιημένος από την απόφαση Δικαστή που ασκεί συνοπτική ποινική δικαιοδοσία λόγω του ότι είναι εσφαλμένη επί νομικού σημείου ή λόγω του ότι είναι καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας ή των εξουσιών του Δικαστή δύναται, εντός του χρόνου που προσδιορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, να ζητήσει γραπτώς από το Δικαστή που έκδωσε την απόφαση να παραπέμψει με υπόμνημα το ζήτημα εκθέτοντας τα γεγονότα και τους λόγους της απόφασης αυτής, για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
(2) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι η αίτηση είναι επιπόλαια, αυτός δύναται να αρνηθεί να παραπέμψει το ζήτημα αλλά, σε κάθε τέτοια περίπτωση, κατόπι παράκλησης του αιτούμενου, αυτός υπογράφει και παραδίνει σε αυτόν πιστοποιητικό για την άρνηση αυτή:
Νοείται ότι ο Δικαστής πρέπει να μην αρνηθεί να παραπέμψει ζήτημα όταν η αίτηση για το σκοπό αυτό υποβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(3) Αν ο Δικαστής αρνείται να παραπέμψει ζήτημα, είναι νόμιμο για τον αιτούμενο να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο με ένορκη δήλωση επί των γεγονότων διάταγμα που καλεί το Δικαστή ως επίσης και τον άλλο διάδικο στη διαδικασία να δείξουν λόγο γιατί το ζήτημα δεν θα έπρεπε να παραπεμφθεί με υπόμνημα και το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να καταστήσει το διάταγμα αυτό απόλυτο ή να ακυρώσει αυτό και ο Δικαστής, αφού επιδοθεί σε αυτόν το απόλυτο αυτό διάταγμα, παραπέμπει το ζήτημα με υπόμνημα ανάλογα.
(4) Ζήτημα που παραπέμπεται με υπόμνημα πρέπει να είναι σε τέτοιο τύπο ως ήθελε καθοριστεί0 υπογράφεται από το Δικαστή και αφήνεται στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου εντός δεκατεσσάρων ημερών μετά την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης για αυτό ή της επίδοσης απόλυτου διατάγματος όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου αυτού.
(5) Ο αιτούμενος εντός δέκα ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας που μνημονεύεται στο εδάφιο (4) του άρθρου αυτού προσέρχεται για παραλαβή του ζητήματος που παραπέμφθηκε και το διαβιβάζει στον Αρχιπρωτοκολλητή και, εντός της ίδιας προθεσμίας ειδοποιεί για αυτό γραπτώς, υπογράφοντας ο ίδιος ή ο δικηγόρος του, τον άλλο διάδικο στη διαδικασία, μαζί με αντίγραφο της αίτησης και επίσημο αντίγραφο του ζητήματος που παραπέμφθηκε.
(6) Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει και αποφασίζει επί του σημείου που εγείρεται στο ζήτημα που παραπέμφθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού και δύναται-
(α) να ακυρώσει, επικυρώσει ή τροποποιήσει την απόφαση σε σχέση με την οποία το ζήτημα παραπέμφθηκε
(β) να επαναστείλει το ζήτημα στο Δικαστή μαζί με τη γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί αυτού
(γ) αν το ζήτημα που παραπέμφθηκε αφορά αθωωτική απόφαση, αυτό το ίδιο να καταδικάσει και επιβάλει τέτοια ποινή όπως έπρεπε να είχε επιβληθεί κατά τη δίκη
(δ) να προκαλέσει την επιστροφή του ζητήματος προς τροποποίηση οπότε στην περίπτωση αυτή αυτό τροποποιείται ανάλογα και εκδίδεται απόφαση μετά την τροποποίηση αυτού
(ε) να εκδώσει τέτοιο άλλο διάταγμα όπως απαιτεί η δικαιοσύνη.
(7) Όταν η αίτηση για παραπομπή ζητήματος με υπόμνημα υποβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αυτή πρέπει να υποβάλλεται εντός δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία της απόφασης σε σχέση με την οποία υποβάλλεται η αίτηση.
(8) Κάθε καταδικασθείς από Επαρχιακό Δικαστήριο, ο οποίος ζητά από το Δικαστήριο αυτό την παραπομπή ζητήματος με υπόμνημα, θεωρείται ότι εγκατάλειψε οποιοδήποτε δικαίωμα να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο άδεια άσκησης έφεσης.