100. Όταν πρόσωπο κατηγορούμενο ενώπιον Δικαστή για ποινικό αδίκημα δικάσιμο σε μη συνοπτική δίκη παραπέμπεται σε δίκη και φαίνεται στο Δικαστή, αφού λάβει υπόψη κάθε τι το οποίο δύναται να λεχθεί αναφορικά με αυτό από τον κατήγορο ή τον κατηγορούμενο, ότι η παράσταση κατά τη δίκη οποιουδήποτε μάρτυρα που εξετάστηκε ενώπιον του δεν είναι αναγκαία λόγω οποιουδήποτε πράγματος που περιλαμβάνεται σε οποιαδήποτε κατάθεση του κατηγορούμενου ή λόγω της παραδοχής της κατηγορίας από τον κατηγορούμενο ή λόγω του ότι η μαρτυρία του μάρτυρα είναι απλώς τυπικού χαρακτήρα ο Δικαστής, αν ο μάρτυρας δεν έχει ήδη δεσμευτεί, δεσμεύει το μάρτυρα να παραστεί στη δίκη με τον όρο ότι θα δοθεί σε αυτόν ειδοποίηση και όχι άλλως, ή, αν ο μάρτυρας έχει ήδη δεσμευτεί, διατάσσει όπως ο μάρτυρας τύχει μεταχείρισης ωσάν να δεσμεύτηκε να παραστεί μόνο με τον όρο που προαναφέρθηκε και διαβιβάζει στο Δικαστήριο εκδίκασης γραπτή έκθεση των ονομάτων, διευθύνσεων και ασχολιών των μαρτύρων οι οποίοι είναι ή οι οποίοι πρέπει να τύχουν μεταχείρισης ως να είναι δεσμευμένοι να παραστούν στη δίκη με όρους.
(2) Όταν ο μάρτυρας είναι, ή πρέπει να τύχει μεταχείρισης ως να είναι, δεσμευμένος με όρους να παραστεί στη δίκη, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ή το πρόσωπο που έχει παραπεμφθεί σε δίκη δύναται να ειδοποιήσει σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την έναρξη των εργασιών του Κακουργιοδικείου τον Αρχιπρωτοκολλητή, ή με την άδεια του Κακουργιοδικείου τον Πρωτοκολλητή αυτού σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο, ότι επιθυμεί όπως ο μάρτυρας παραστεί στη δίκη και ο Αρχιπρωτοκολλητής ή ο Πρωτοκολλητής του Κακουργιοδικείου ανάλογα με την περίπτωση, προς τον οποίο δίνεται τέτοια ειδοποίηση μεριμνά ώστε να ειδοποιηθεί ο μάρτυρας ότι υποχρεώνεται να παραστεί δυνάμει της προσωπικής του υποχρέωσης.
(3) Ο Δικαστής, κατά την παραπομπή του κατηγορούμενου σε δίκη, τον πληροφορεί για το δικαίωμα του να απαιτήσει την παράσταση οποιουδήποτε μάρτυρα κατά τη δίκη όπως προαναφέρθηκε και για τα διαβήματα στα οποία πρέπει να προβεί για το σκοπό επιβολής τέτοιας παράστασης.