5.-(1) Κάθε ανακριτής δύναται να απαιτήσει από οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο αυτός έχει λόγο να θεωρεί ενήμερο των γεγονότων ή περιστατικών του ποινικού αδικήματος για το οποίο διεξάγει ανακρίσεις, να παραστεί σε τέτοιο τόπο και χρόνο ως ο ανακριτής ήθελε εύλογα ορίσει για το σκοπό εξέτασης και λήψης κατάθεσης από αυτό σε σχέση με το ποινικό αδίκημα.
(2) Ο ανακριτής δύναται να καταγράψει οποιαδήποτε κατάθεση του εξεταζόμενου προσώπου, η οποία τότε διαβάζεται στο πρόσωπο αυτό που στη συνέχεια την υπογράφει ή αν είναι αναλφάβητο, θέτει το σημείο του σε αυτήν και αν το πρόσωπο αυτό αρνείται να ενεργήσει με αυτό τον τρόπο, ο ανακριτής σημειώνει την άρνηση στο τέλος της κατάθεσης αναφέροντας επίσης το λόγο της, αν εξακριβώθηκε, και η κατάθεση στη συνέχεια υπογράφεται από τον ανακριτή.
(3) Κάθε τέτοια κατάθεση, αν αποδειχτεί ότι έγινε θεληματικά, είναι δεκτή ως μαρτυρία σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία εναντίον του προσώπου που κατέθεσε.
(4) Όποιος, χωρίς εύλογη αιτία, αρνείται να παραστεί σε τέτοιο τόπο και χρόνο ως ήθελεν ορίσει ο ανακριτής, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.