7Α. Κανένα τέλος δεν επιβάλλεται επί του ποσού της αρχικής σύμβασης δανειακής διευκόλυνσης ή εισπράττεται, όταν η υποθήκη συστάθηκε προς εξασφάλιση υφιστάμενης, μέλλουσας ή υπό αίρεση υποχρέωσης, περιλαμβανομένης και υποχρέωσης που αφορά χρηματικό ποσό που θα καταβληθεί σε δόσεις ή που αφορά το υπόλοιπο τρέχοντος λογαριασμού, βάσει του ανώτατου δυνατού ποσού τέτοιας υποθήκης που καθορίζεται στην υποθήκη, εξαιρουμένου κάθε δεδουλευμένου ή μη δεδουλευμένου τόκου, όταν -
(α) Υφιστάμενη υποθήκη ακυρώνεται και την ίδια ημέρα ο ενυπόθηκος οφειλέτης συστήνει για τον ίδιο σκοπό νέα υποθήκη επί του ίδιου ακινήτου είτε με τον ίδιο είτε με άλλο ενυπόθηκο δανειστή,
(β) υφιστάμενη υποθήκη ακυρώνεται και την ίδια ημέρα ο ενυπόθηκος οφειλέτης συστήνει για τον ίδιο σκοπό νέα υποθήκη επί του ίδιου ακινήτου με τον ίδιο ενυπόθηκο δανειστή και το ποσό της νέας υποθήκης, εξαιρουμένου κάθε δεδουλευμένου ή μη δεδουλευμένου τόκου για καθεμία των περιπτώσεων, είναι το ίδιο ή μικρότερο από το ποσό της υποθήκης που ακυρώνεται,
(γ) μεταβιβάζεται υποθήκη από γονέα προς τέκνο για το ποσό που αυτός δανείστηκε δυνάμει της υποθήκης, το οποίο παραμένει ακόμη απλήρωτο κατά την ημέρα κατά την οποία διενεργείται η μεταβίβαση,
(δ) μεταβιβάζεται υποθήκη διαφορετικά παρά από γονέα προς τέκνο για το ποσό που αυτός δανείστηκε δυνάμει της υποθήκης, το οποίο παραμένει ακόμη απλήρωτο κατά την ημέρα κατά την οποία διενεργείται η μεταβίβαση:
Για τους σκοπούς της παρούσας επιφύλαξης, οι όροι ‘αναδιοργάνωση’ και ‘εταιρεία’ έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο: