23.-(1) Πρόσωπο το οποίο εσκεμμένα προκαλεί ζημιές ή καταστρέφει υδατικά έργα ή τμήμα τους, ή το οποίο εσκεμμένα επεμβαίνει στη ροή ή διανομή ύδατος που συνδέεται με υδατικά έργα, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες, ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο με αμελή πράξη ή παράλειψη καθήκοντος προκαλεί ζημιά ή καταστρέφει υδατικά έργα ή τμήμα τους ή επεμβαίνει ή προκαλεί επέμβαση στη ροή ή διανομή ύδατος που συνδεέται με υδατικά έργα, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Πρόσωπο το οποίο κλέβει ή παράνομα λαμβάνει ή μεταφέρει ή αποσύρει ή εκτρέπει για δική του χρήση ύδωρ από υδατικά έργα ή τμήμα τους, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Πρόσωπο το οποίο λαμβάνει ή μεταφέρει ή αξιοποιεί ή λαμβάνει μέτρα για να λάβει ή αξιοποιήσει ύδωρ χωρίς την άδεια του Επάρχου που λαμβάνεται προηγουμένως ή κατά παράβαση των όρων και περιορισμών που επιβλήθηκαν από τον Έπαρχο όπως προνοείται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(5) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση ή παραλείπει να συμμορφωθεί με Κανονισμούς που εκδίδονται βάσει του Νόμου αυτού, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(6) Το Δικαστήριο που εκδικάζει αδίκημα που του διαπράχθηκε κατά παράβαση του Νόμου αυτού, σε περίπτωση καταδίκης, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε ποινή την οποία δικαιούται να επιβάλλει δυνάμει του Νόμου αυτού, δύναται-
(α) να διατάξει τη μετακίνηση, εξαφάνιση ή καταστροφή οποιωνδήποτε μέτρων που λήφθηκαν για απόκτηση ή χρήση ύδατος κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3, με έξοδα του καταδικασθέντα, εντός του χρόνου εκείνου που θα καθορίζεται στο διάταγμα του Δικαστηρίου, αλλά σε καμιά περίπτωση εντός χρόνου που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εκτός αν στο μεταξύ η γραπτή συγκατάθεση του Επάρχου ήθελε χορηγηθεί υπό τέτοιους όρους όπως ο Έπαρχος ήθελε νομίσει αναγκαίο ή επιθυμητό˙
(β) να διατάξει την κατάσχεση των μηχανών, εργαλείων ή οποιωνδήποτε άλλων αντικειμένων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για ή σε σχέση με το αδίκημα που διαπράχθηκε˙
(γ) να διατάξει την ακύρωση οποιασδήποτε άδειας που χορηγήθηκε από τον Έπαρχο για λήψη, χρήση ύδατος, ή διαφορετικά, δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού˙
(δ) να διατάξει κάθε τι που ήθελε φανεί στο Δικαστήριο αναγκαίο ή χρήσιμο υπό τις περιστάσεις.
(7) Αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε δικαστικό διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (6) παραλείψει να συμμορφωθεί πλήρως με το διάταγμα αυτό εντός του χρόνου που καθορίζεται σε αυτό, το Δικαστήριο χωρίς να επηρεάζεται η εξουσία του για επιβολή οποιασδήποτε ποινής για καταφρόνηση του δικαστηρίου, δύναται να εξουσιοδοτήσει τη λήψη των αναγκαίων για την εκτέλεση του διατάγματος μέτρων, και σε τέτοια περίπτωση οι δαπάνες που διενεργήθηκαν με τον τρόπο αυτό δύνανται να εισπραχθούν ως χρηματική ποινή από το πρόσωπο που καταδικάστηκε.