11.-(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) διεξάγει επιχείρηση ως έμπορος παλιών μετάλλων χωρίς άδεια που λαμβάνεται βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού ή διεξάγει την επιχείρηση αυτή σε οποιαδήποτε υποστατικά άλλα από τα υποστατικά που ορίζονται στην άδεια του·
(β) παραλείπει να τηρεί οποιοδήποτε βιβλίο και να κάνει τέτοιες καταχωρίσεις, όπως απαιτούνται από το Νόμο αυτό ή εν γνώσει του κάνει οποιαδήποτε καταχώριση η οποία είναι ψευδής σε οποιαδήποτε ουσιώδη λεπτομέρεια·
(γ) δίνει ψευδείς λεπτομέρειες ως προς το όνομα του, επώνυμο, επιχείρηση ή διεύθυνση σε έμπορο παλιών μετάλλων όταν πωλεί ή διαθέτει οποιαδήποτε παλιά μέταλλα στον έμπορο αυτό ή όταν αγοράζει ή λαμβάνει οποιαδήποτε τέτοια μέταλλα από τον έμπορο αυτό·
(δ) παραβαίνει ή παραλείπει να τηρήσει οποιαδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 ή 9·
(ε) εμποδίζει, επιτίθεται ή αντιστέκεται σε αστυνομικό κατά την εκτέλεση οποιωνδήποτε από τα καθήκοντα του ή κατά την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες του βάσει του Νόμου αυτού,
είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και του προστίμου και το Δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση δύναται να διατάξει όπως δημευτεί οποιοδήποτε παλιό μέταλλο σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε το αδίκημα.
(2) Όταν έχει διαπραχτεί αδίκημα κατά παράβαση του Νόμου αυτού από οποιοδήποτε υπηρέτη ή αντιπρόσωπο οποιουδήποτε εμπόρου παλιών μετάλλων, ο έμπορος αυτός θεωρείται ως μέρος του αδικήματος, και δύναται να κατηγορηθεί και δικαστεί ως να διέπραξε το αδίκημα πραγματικά και δύναται να τιμωρηθεί ανάλογα, εκτός αν αποδείξει προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι το αδίκημα διαπράχτηκε εν αγνοία του και δεν οφειλόταν σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη εκ μέρους του.