26.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε διάδικος προσάγει εξ ακοής μαρτυρία και δεν κλητεύει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο, το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση, τότε οποιοσδήποτε άλλος διάδικος δύναται, με την άδεια του Δικαστηρίου, να κλητεύει το εν λόγω πρόσωπο για να το αντεξετάσει σε σχέση με τη δήλωσή του και η αντεξέταση θα γίνεται πριν ο εν λόγω διάδικος αρχίσει την υπόθεσή του:
Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται να μην επιτρέψει την κλήτευση, αν κρίνει ότι η κλήτευση του εν λόγω προσώπου δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, εύλογη και εφικτή ή ότι δεν είναι αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
(2) ΄Οταν μάρτυρας κλητεύεται, δυνάμει του παρόντος άρθρου, λογίζεται ως εάν είχε κλητευθεί από το διάδικο, ο οποίος έχει προσαγάγει την αρχική δήλωση με εξ ακοής μαρτυρία.
(3) Σε περίπτωση που η μαρτυρία κατά την αντεξέταση του μάρτυρα που είχε προβεί στην αρχική δήλωση και κλήθηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου, είναι ουσιωδώς διαφορετική από την προσαχθείσα εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο δύναται στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας να μη αποδέχεται την εξ ακοής μαρτυρία που είναι σε αντίθεση με την αρχική δήλωση.
(4) Σε περίπτωση κλήτευσης ως μάρτυρα δυνάμει του παρόντος άρθρου του προσώπου που είχε προβεί στην αρχική δήλωση, τα έξοδα καταβάλλονται από το διάδικο που προσήγαγε την εξ ακοής μαρτυρία, εκτός εάν το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της δίκης διατάξει άλλως πως.