9Β.-(1)(α) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή καθυστερεί ή αμελεί να καταβάλει στο Διευθυντή το οφειλόμενο από αυτόν ποσό φόρου, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 9Α και το οποίο υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000), εξαιρουμένου του φόρου για τον οποίο-
(i) δεν έχουν παρέλθει οι προθεσμίες ή δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 20, 20Α και 21 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου· ή
(ii) ο Διευθυντής έχει ορίσει όπως καταβάλλεται με δόσεις δυνάμει του άρθρου 40 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, νοουμένου ότι οι δόσεις καταβάλλονται εμπρόθεσμα· ή
(iii) το Υπουργικό Συμβούλιο έχει αποφασίσει όπως χαριστεί ή διαγραφεί δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 54 και 54Α του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου ή είναι σε εξέλιξη η διαδικασία που προβλέπεται από τα άρθρα αυτά ή.
(iv) έχει παρασχεθεί ασφάλεια για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου ικανοποιούσα το Διευθυντή,
τότε ο Διευθυντής, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διάταξης οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης σε σχέση με την τήρηση τραπεζικού απορρήτου και κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δύναται να απευθύνεται σε πιστωτικά ιδρύματα με γραπτή, μηχανογραφημένη, ηλεκτρονική ή άλλως πως ειδοποίησή του και να ζητά την άμεση δέσμευση οποιουδήποτε ελεύθερου και διαθέσιμου ποσού που ανήκει στο εν υπερημερία πρόσωπο και που είναι κατατεθειμένο σε τραπεζικούς λογαριασμούς σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα και το οποίο ποσό δεν υπερβαίνει το ποσό του οφειλόμενου φόρου συν τόκους και επιβαρύνσεις:
(β) Σε περίπτωση που το συνολικό ποσό που δεσμεύεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα υπερβαίνει το ποσό του οφειλόμενου φόρου, ο Διευθυντής υποχρεούται, εντός μίας εργάσιμης ημερολογιακής ημέρας από τη δέσμευση του ποσού, να δώσει οδηγίες στα πιστωτικά ιδρύματα να αποδεσμεύσουν το επιπλέον ποσό, διατηρώντας δεσμευμένο μόνο το ποσό που αντιστοιχεί στο ύψος του οφειλόμενου φόρου συν τόκους και επιβαρύνσεις.
(2) Απαγορεύεται η δέσμευση από το Διευθυντή ελεύθερου και διαθέσιμου χρηματικού ποσού που ανήκει στο εν υπερημερία πρόσωπο, η οποία αφήνει στο σύνολο των τραπεζικών λογαριασμών του εν λόγω προσώπου ποσό λιγότερο από δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000).
(3) Σε περίπτωση που δεσμευμένο ποσό είναι κατατεθειμένο σε λογαριασμό του εν υπερημερία προσώπου, ο οποίος είναι κοινός με άλλο ή άλλα πρόσωπα, τότε το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει τα πρόσωπα αυτά για τη δέσμευση του ποσού.
Για σκοπούς του παρόντος άρθρου-
«ελεύθερο και διαθέσιμο ποσό που ανήκει στο εν υπερημερία πρόσωπο» σημαίνει-
(α) κάθε χρηματικό πιστωτικό υπόλοιπο σε οποιοδήποτε λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα και δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε ποσό, το οποίο υπόκειται σε δικαίωμα επίσχεσης ή άλλη επιβάρυνση ή ποσό επιταγής, η οποία εκκρεμεί προς εκκαθάριση ή ασφάλεια προς ικανοποίηση απαίτησης εκ δικαστικής αποφάσεως:
(β) το ποσό το οποίο βρίσκεται κατατεθειμένο σε λογαριασμό στο όνομά του εν υπερημερία προσώπου, περιλαμβανομένου λογαριασμού κοινού μετ’ άλλου ή άλλων προσώπων, στον οποίο το εν υπερημερία πρόσωπο έχει το δικαίωμα έναντι του πιστωτικού ιδρύματος για την απόδοση ολόκληρης της ποσότητας των χρημάτων χωρίς την σύμπραξη των άλλων προσώπων, εξαιρουμένων λογαριασμών πελατών ή λογαριασμών τους οποίους το εν υπερημερία πρόσωπο, δεδηλωμένα διατηρεί υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής, εμπιστευματοδόχος, κηδεμόνας, εντολοδόχος, συνέταιρος, μέλος της διοίκησης σωματείου, λέσχης, ιδρύματος ή άλλου οργανισμού με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, αντιπρόσωπος ή υπό οιανδήποτε άλλη ιδιότητα προς όφελος και/ ή δια λογαριασμό τρίτου προσώπου·
«πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο.
(4)(α) Κάθε σύμβουλος, πρώτος εκτελεστικός διευθυντής, διευθυντής, λειτουργός, υπάλληλος ή εκπρόσωπος πιστωτικού ιδρύματος απέχει από την αποκάλυψη πληροφοριών αναφορικά με την ειδοποίηση του Διευθυντή και όταν τα εν λόγω πρόσωπα προβούν σε τέτοια αποκάλυψη ή/και οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή παράλειψη, η οποία επηρεάζει δυσμενώς τη δυνατότητα της είσπραξης ποσού οφειλόμενου φόρου τότε το πρόσωπο αυτό διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος και/ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(β) Σε περίπτωση που -
(i) πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) κριθεί ένοχο για το εν λόγω ποινικό αδίκημα, ή
(ii) δεν καταστεί δυνατή η είσπραξη του οφειλόμενου φόρου λόγω της μη δέσμευσης του ποσού του οφειλόμενου φόρου,
το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να καταβάλει στο Διευθυντή το ποσό του οφειλόμενου φόρου που συνεπεία των πράξεων των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) δεν κατέστη δυνατόν να εισπραχθεί.
(5) Σε περίπτωση που έχει δεσμευτεί ποσό δυνάμει του παρόντος άρθρου, το εν υπερημερία πρόσωπο έχει δικαίωμα εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της ενημέρωσής του για τη δέσμευση του ποσού-
(α) είτε να αποταθεί στο Διευθυντή με έγγραφη ειδοποίηση ένστασης προς επανεξέταση της δέσμευσης του ποσού· ο Διευθυντής οφείλει να αποφασίσει επί της ενστάσεως εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της υποβολής της ένστασης:
(β) είτε να ζητήσει απευθείας από το Δικαστήριο με αίτησή του την έκδοση απόφασης για άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού.
για το λόγο ότι το εν υπερημερία πρόσωπο απέδειξε ότι:
(i) κατέβαλε προηγουμένως το οφειλόμενο ποσό φόρου και δεν υφίσταται πλέον οφειλή· ή
(ii) δεν αποτελεί ελεύθερο και διαθέσιμο ποσό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·ή
(iii) η επιλογή οποιουδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 9Γ και 9Δ θα του επέφερε λιγότερη δυσμένεια από το μέτρο που ο Διευθυντής επέλεξε να ακολουθήσει με βάση το παρόν άρθρο, χωρίς να καταστρατηγείται ο σκοπός της είσπραξης του οφειλόμενου φόρου.
(6) Σε περίπτωση που-
(α) η προθεσμία που προβλέπεται στο εδάφιο (5) παρέλθει χωρίς την υποβολή ένστασης στο Διευθυντή ή την καταχώριση αίτησης στο Δικαστήριο· ή
(β) έχει υποβληθεί ένσταση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (5) και ο Διευθυντής απορρίψει την ένσταση και το εν υπερημερία πρόσωπο δεν έχει αιτηθεί στο Δικαστήριο ζητώντας την άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού εντός δεκαπέντε (15) ημερών· ή
(γ) έχει υποβληθεί αίτηση στο Δικαστήριο για άρση της δέσμευσης του δεσμευμένου ποσού και έχει εκδοθεί απόφαση που απορρίπτει εν όλω η εν μέρει τις αξιώσεις που εγείρονται στο πλαίσιο της αίτησης,
τότε το πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν σχετικής ειδοποίησης του Διευθυντή, μεταβιβάζει το αντίστοιχο ποσό που διατηρούσε δεσμευμένο, στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(7) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση για την άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού, ο Διευθυντής δίδει οδηγίες στο πιστωτικό ίδρυμα για άρση της δέσμευσης του αντίστοιχου ποσού.
(8) Το Δικαστήριο δε δύναται κατά την εξέταση της αίτησης για άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού να εξετάζει τη νομιμότητα της επιβληθείσας φορολογίας ή την ακρίβεια το οφειλόμενου ποσού.
(9) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν εισπράττει οποιαδήποτε τέλη από οποιοδήποτε πρόσωπο για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας δέσμευσης ποσού και της μεταβίβασης του δεσμευμένου ποσού στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(10) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν υπέχει οποιασδήποτε ευθύνης έναντι παντός προσώπου για τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(11) Ο Διευθυντής δύναται να καθορίζει με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το ωράριο των ενεργειών που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, τον τρόπο και τη διαδικασία μεταβίβασης του δεσμευμένου ποσού στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, τον τύπο της ειδοποίησης που αποστέλλει ο Διευθυντής στα πιστωτικά ιδρύματα δυνάμει του εδαφίου (1), καθώς και οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική λεπτομέρεια χρήζει καθορισμού για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.