7. (1) Ο φόρος ακινήτου (αστικής) ιδιοκτησίας θα είναι πληρωτέος υπό του ιδιοκτήτου της ιδιοκτησίας την τριακοστήν Ιουνίου εκάστου έτους και θα καταβάλληται, εισπράττηται και ανακτάται εν ω τρόπω καταβάλλονται, εισράττονται και ανακτώνται οι εις την Δημοκρατίαν οφειλόμενοι φόροι :
Νοείται ότι ο φόρος ακινήτου (αστικής) ιδιοκτησίας δια το έτος 1962 θα είναι πληρωτέος εις ημερομηνίαν ανακοινωθησομένην υπό του Υπουργού Οικονομικών δια δημοσιεύσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας :
Νοείται περαιτέρω ότι, εάν δι’ οιονδήποτε λόγον φόρος ακινήτου (αστικής) ιδιοκτησίας αναφορικώς προς οιανδήποτε ακίνητον ιδιοκτησίαν, δεν δύναται να ανακτηθή παρά του ιδιοκτήτου της ιδιοκτησίας ταύτης, ούτος θα ανακτάται κατά τον αυτόν τρόπον παρά παντός νομίμου κατόχου της ιδιοκτησίας και, επί τη τοιαύτη ανακτήση, ο τοιούτος κάτοχος δεν θα υπέχη οιανδήποτε αστικήν ευθύνην έναντι του ιδιοκτήτου αναφορικώς προς το ούτω παρ’ αυτού ανακτηθέν ποσόν και θα δικαιούται να παρακρατήση εκ πάσης μετά την ανάκτησιν καθισταμένης πληρωτέας δόσεως ενοικίου της τοιαύτης ιδιοκτησίας ποσόν ίσον προς το παρ’ αυτού ανακτηθέν ως κατά τα ανωτέρω ποσόν.
(2) Εάν φόρος ακινήτου (αστικής) ιδιοκτησίας δεν καταβληθή μέχρι της τριακοστής Σεπτεμβρίου του έτους αναφορικώς προς το οποίον επεβλήθη, ποσόν ίσον προς πέντε τοις εκατόν του πληρωτέου φόρου θα προστίθηται εις τούτον και αι διατάξεις του παρόντος Νόμου αι αναφερόμεναι εις την είσπραξιν και ανάκτησιν του φόρου θα εφαρμόζωνται δια την είσπραξιν και ανάκτησιν του τοιούτου ποσού :
Νοείται ότι ουδεμία πρόσθετος επιβάρυνσις του πέντε τοις εκατόν θέλει γίνει επί οιουδήποτε ποσού φόρου ακινήτου (αστικής) ιδιοκτησίας οφειλομένου αναφορικώς προς το έτος 1962.