12.-(1) Ο Διοικητής, ή εν περιπτώσει προσωρινής αυτού απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος, ο Υποδιοικητής ή εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος αμφοτέρων, ο Υπουργικός Επίτροπος συγκαλεί το Συμβούλιον εις συνεδρίαν δι’ ειδοποιήσεως αποστελλομένης εις άπαντα τα μέλη αυτού ως και εις τον Υπουργικόν Επίτροπον.
Αι τοιαύται συνεδρίαι συγκαλούνται οσάκις το επιβάλλη η διεξαγωγή των εργασιών, οπωσδήποτε δε άπαξ τουλάχιστον του μηνός.
(2) Το Συμβούλιον συγκαλείται ωσαύτως εις συνεδρίαν τη εγγράφω αιτήσει υποβαλλομένη επί τούτω είτε υπό του Υπουργού είτε υπό δύο Συμβούλων, εν η καθορίζονται τα θέματα δι’ άτινα ζητείται η σύγκλησις συνεδρίας.
(3) Ο Διοικητής, ή εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος αυτού, ο Υποδιοικητής, προεδρεύει των συνεδριών του Συμβουλίου, εάν δε αμφότεροι απουσιάζωσι συνεδρίας τινός, τα παρόντα εις την συνεδρίαν μέλη του Συμβουλίου εκλέγουσι μεταξύ αυτών τον προεδρεύοντα της τοιαύτης συνεδρίας.
(4) Τέσσαρα μέλη του Συμβουλίου συνιστώσιν απαρτίαν εις πάσαν συνεδρίαν, αι δε αποφάσεις λαμβάνονται δι’ απλής πλειοψηφίας των παρόντων μελών. Εν περιπτώσει ισοψηφίας ο προεδρεύων της συνεδρίας κέκτηται δευτέραν ψήφον.
(5) Ουδέν των μελών του Συμβουλίου δύναται να λαμβάνη, εφ’ όσον ήθελεν αποφασισθή ότι κέκτηται προσωπικόν συμφέρον επί τινος υπό συζήτησιν θέματος, περαιτέρω μέρος εις την συζήτησιν οιουδήποτε τοιούτου θέματος ή να ψηφίζη επί τούτου.
(6) Ο Υπουργικός Επίτροπος δύναται δι’ ειδοποιήσεως αυτού επιδιδομένης κατά τον καθωρισμένον τρόπον να αναστείλη την ενέργειαν της τοιαύτης αποφάσεως επί πέντε ημέρας, εάν έχη την γνώμην ότι η απόφασις είναι ασυμβίβαστος προς τους σκοπούς και διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή ότι πιθανόν αντίκειται προς το δημόσιον συμφέρον. Εν τοιαύτη περιπτώσει εάν εντός της προμνησθείσης περιόδου ο Υπουργός δεν δώση εγγράφως ετέρας οδηγίας, η απόφασις είναι έγκυρος:
Νοείται ότι το Συμβούλιον δύναται εντός οκτώ ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως του Υπουργού να εκκαλέση την τοιαύτην απόφασιν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, ούτινος η επί τούτω απόφασις είναι τελεσίδικος.
(7) Τα πρακτικά εκάστης συνεδρίας του Συμβουλίου τηρούνται εν τω καθοριζομένω υπό του Συμβουλίου τύπω, αι τυπικαί όμως αποφάσεις αυτού καταγράφονται επί λέξει. Εκτός εάν άλλως ορίση το Συμβούλιον τα πρακτικά των συνεδριών αυτού είναι εμπιστευτικά.
(8) Ουδεμία πράξις ή ενέργεια του Συμβουλίου δύναται να θεωρηθή ως ανίσχυρος λόγω οιασδήποτε χηρευούσης θέσεως εν τω Συμβουλίω.