37.-(1) Η Τράπεζα δύναται από καιρού εις καιρόν να απαιτή όπως αι τράπεζαι και έτερα εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα τηρώσι παρά τη Τραπέζη υπόλοιπον ίσον κατ’ ανώτατον όριον προς είκοσι επί τοις εκατόν των εκ καταθέσεων υποχρεώσεων αυτών.
(2) Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις και ίνα προστατευθή η εσωτερική και εξωτερική σταθερότης του νομίσματος, η Τράπεζα δύναται, τη εγκρίσει του Υπουργού, να απαιτήση παρά των τραπεζών και των εξουσιοδοτημένων οικονομικών ιδρυμάτων όπως τηρώσι παρά τη Τραπέζη υπόλοιπον ουχί μείζον των δέκα επί τοις εκατόν των εκ καταθέσεων υποχρεώσεων αυτών, πέραν του απαιτουμένου δυνάμει του εδαφίου (1) τοιούτου.
(3) Εντός των ανωτέρω ορίων η Τράπεζα δύναται να καθορίση διάφορα ποσοστά επί καταθέσεων όψεως, καταθέσεων ταμιευτηρίου και καταθέσεων επί προθεσμία.
(4) Η Τράπεζα δύναται να εκδώση Κανονισμούς καθορίζοντας τας ποικίλας κατηγορίας καταθέσεων έναντι των οποίων δέον όπως τηρήται το απαιτούμενον απόθεμα, ως και την μέθοδον υπολογισμού των τοιούτων αποθεμάτων.
(5) Του καθορισμού ή της μεταβολής της υποχρεώσεως προς τήρησιν κατωτάτου αποθέματος συμφώνως τω παρόντι άρθρω προηγείται κατόπιν ειδοποιήσεως δεκαπέντε τουλάχιστον ημερών προς τας οικείας τραπέζας και λοιπά οικονομικά ιδρύματα.
(6) Το κατώτατον ποσοστόν αποθέματος το καθοριζόμενον υπό της Τραπέζης συμφώνως τω παρόντι άρθρω, είναι ομοιόμορφον δι’ απάσας τα τραπέζας και τα λοιπά εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα της αυτής κατηγορίας.
(7) Εάν τράπεζα τις ή εξουσιοδοτημένον οικονομικόν ίδρυμα δεν συμμορφωθή προς την περί τηρήσεως κατωτάτου αποθέματος υποχρέωσιν, εκτός των προβλεπομένων εν άρθρω 59 κυρώσεων, η τράπεζα ή το ίδρυμα δυνατόν να υπόκειται εις την διενέργειαν τοιούτων προσθέτων καταθέσεων προς την Τράπεζαν, ως η Τράπεζα ήθελε διά Κανονισμών καθορίσει εις ην δε περίπτωσιν η τοιαύτη τράπεζα ή το τοιούτον εξουσιοδοτημένον οικονομικόν ίδρυμα εμμένει και δεν συμμορφούται προς την περί τηρήσεως κατωτάτου αποθέματος υποχρέωσιν, η Τράπεζα δύναται, επιπροσθέτως των ανωτέρω, να απαγορεύση εις την τοιαύτην τράπεζαν ή εις το τοιούτον ίδρυμα την αποδοχήν νέων καταθέσεων, την χορήγησιν νέων δανείων ή την παροχήν νέων χορηγήσεων.