50.-(1) Η Τράπεζα δύναται να αγοράζη διαπραγματεύσιμα γραμμάτια του Δημοσίου έχοντα χρόνον λήξεως ουχί πέραν των δώδεκα μηνών από της ημερομηνίας κτήσεως αυτών παρά της Τραπέζης.
(2) Εν ουδενί χρόνω το ποσόν των τοιούτων γραμματίων του Δημοσίου περιλαμβανομένων των κρατουμένων υπό της Τραπέζης ως επιβοηθητική ασφάλεια συμφώνως τη παραγράφω (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 42, δύναται να υπερβαίνει τα τριάκοντα επί τοις εκατόν των προϋπολογισμένων τακτικών εσόδων της Κυβερνήσεως.
Νοείται ότι από την ημέρα έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και μέχρι την 28η Φεβρουαρίου 1993 το πιο πάνω ποσοστό του τριάντα επί τοις εκατόν αυξάνεται σε σαράντα πέντε επί τοις εκατόν και από την 1η Μαρτίου 1993 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1994 το πιο πάνω ποσοστό αυξάνεται σε σαράντα επτά και μισό επί τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1995 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1995 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε σαράντα πέντε επί τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1996 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1996 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε σαράντα τρία τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1997 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1997 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται στο σαράντα ένα τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2001 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε τριάντα εννέα τοις εκατόν.
(3) Η Τράπεζα δύναται να πωλή και επαναγοράζη κρατικά χρεώγραφα άτινα, δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 64, η Τράπεζα θα αναλάβη εκ του Ταμείου Καλύμματος Χαρτονομίσματος, δύναται δε να πωλή και αγοράζη κρατικά χρεώγραφα, και κρατικά ηγγυημένα χρεώγραφα, άτινα προσεφέρθησαν δημοσίως προς πώλησιν:
Νοείται ότι το ολικόν ποσόν των τοιούτων χρεωγράφων άτινα κατά κυριότητα ανήκουσι τη Τραπέζη, εν ουδενί χρόνω δύναται να υπερβαίνη το ποσόν των κρατικών χρεωγράφων άτινα ανέλαβεν εκ του Ταμείου Καλύμματος Χαρτονομίσματος δυνάμει του άρθρου 64 κατά ποσοστόν μείζον των είκοσι επί τοις εκατόν του συνόλου των υποχρεώσεων όψεως της Τραπέζης.
Νοείται ότι από την ημέρα έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και μέχρι την 28η Φεβρουαρίου 1993 το πιο πάνω ποσοστό του είκοσι επί τοις εκατόν αυξάνεται σε τριάντα πέντε επί τοις εκατόν και από την 1η Μαρτίου του 1993 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1994 το πιο πάνω ποσοστό αυξάνεται σε τριάντα επτά και μισό επί τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1995 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1995 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε τριάντα επί τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1996 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1996 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε είκοσι πέντε τοις εκατόν.