42. Ουδέν των εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένων παρέχει δικαιοδοσίαν οιωδήποτε Δικαστηρίω όπως επιλαμβάνηται υποθέσεων αγομένων ενώπιον αυτού προς άμεσον εκτέλεσιν ή καταβολήν αποζημιώσεων διά παράβασιν των ακολούθων συμφωνιών:
(α) συμφωνιών συναπτομένων μεταξύ μελών συντεχνίας υπό την συντεχνιακήν αυτών ιδιότητα, αφορωσών εις τους όρους υφ’ ους τα εκάστοτε μέλη της συντεχνίας θα πωλώσιν ή μη πωλώσι τα εμπορεύματα αυτών, θα διεξάγωσι τας εργασίας των, θα εκμισθώσι την εργασίαν ετέρων ή θα εκμισθώνται παρ’ ετέρων~
(β) συμφωνιών περί την πληρωμήν παρ’ οιουδήποτε προσώπου συνδρομής ή προστίμου εις τινα συντεχνίαν~
(γ) συμφωνιών αφορωσών εις την χρήσιν των κεφαλαίων της συντεχνίας-
(i) προς παροχήν ωφελημάτων εις μέλη αυτής~ ή
(ii) προς διενέργειαν εισφορών εις τινα εργοδότην ή εργάτην μη όντα μέλος της συντεχνίας, έναντι της υπό του προσώπου τούτου συμμορφώσεως προς το Καταστατικόν ή τας αποφάσεις της τοιαύτης συντεχνίας~ ή
(iii) προς αποπληρωμήν χρηματικής ποινής επιβληθείσης εις οιονδήποτε πρόσωπον υπό τινος Δικαστηρίου~ ή
(δ) συμφωνιών γενομένων μεταξύ δύο συντεχνιών~ ή
(ε) ομολόγων προς εξασφάλισιν της εκτελέσεως οιασδήποτε των άνω συμφωνιών.
Το παρόν άρθρον δέον όπως μη ερμηνεύηται ως καθιστών παράνομον οιανδήποτε των άνω μνημονευομένων συμφωνιών.