168.-(1) Πας όστις λαμβάνει ή πειράται να λάβη, ή πράττει τι ως εκ του οποίου έτερον τι πρόσωπον θα ηδύνατο να λάβη, οιονδήποτε ποσόν υπό μορφήν επιστρεφομένου, εκπιπτουμένου ή μειουμένου δασμού ή φόρου αναφορικώς προς οιαδήποτε εμπορεύματα, μη τω όντι κατά νόμον οφειλομένου ή όπερ είναι μείζον του κατά νόμον οφειλομένου-
(α)εάν μεν το αδίκημα διαπράττεται με πρόθεσιν καταδολιεύσεως της Δημοκρατίας, ούτος υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν την εις τριπλούν αξίαν των εμπορευμάτων ή τας £750 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών·
(β) εν πάση ετέρα περιπτώσει, ούτος υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν την εις τριπλούν αξίαν του ποσού, του παρανόμως ληφθέντος ή εκπεσθέντος ή όπερ παρανόμως θα ελαμβάνετο ή εξεπίπτετο ή τας £500 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών.
(2) Άπαντα τα εμπορεύματα, αναφορικώς προς άτινα διαπράττεται αδίκημα δυνάμει του προηγουμένου εδαφίου, υπόκεινται εις δήμευσιν:
Νοείται ότι εν τη περιπτώσει αξιώσεως προς επιστροφήν καταβληθέντος δασμού ή φόρου ο Διευθυντής δύναται κατά το δοκούν, αντί να προβή εις κατάσχεσιν των εμπορευμάτων, να αρνηθή να επιτρέψη επιστροφήν του καταβληθέντος επ' αυτών δασμού ή φόρου ή να διατάξη επιστροφήν μέρους μόνον του δασμού ή φόρου, ως ούτος ήθελεν εκάστοτε κατά το δοκούν ορίσει.
(3) Άνευ επηρεασμού των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, εάν εν τη περιπτώσει οιωνδήποτε εμπορευμάτων, εφ' ων προεβλήθη αξίωσις επιστροφής καταβληθέντος δασμού ή φόρου, εκπτώσεως ή απαλλαγής εκ του δασμού ή φόρου, ευρεθή ότι-
(α)τα εμπορεύματα ταύτα δεν ανταποκρίνονται προς διασάφησιν κατατεθείσαν επ' αυτών, σχετικώς προς την τοιαύτην αξίωσιν· ή
(β)ότι τα εμπορεύματα πωλούμενα προς εσωτερικήν κατανάλωσιν, θα απέδιδον ελάσσονα του αξιουμένου ποσού, τα εμπορεύματα υπόκεινται εις δήμευσιν, ο δε καταθείς την διασάφησιν ή υποβαλών την αξίωσιν, υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν την εις τριπλούν αξίαν του απαιτουμένου ποσού ή τας £500 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών:
Νοείται ότι η παράγραφος (β) του παρόντος εδαφίου ουδόλως τυγχάνει εφαρμογής επί αξιώσεως υποβαλλομένης δυνάμει οιασδήποτε των ακολούθων διατάξεων του παρόντος Νόμου, ήτοι-
(i) άρθρον 157·
(ii) εδάφιον 3, άρθρον 163· και
(iii)εδάφιον 2, άρθρον 167.