(Άρθρον 6.)
1. Οι παρόντες Κανονισμοί θα αναφέρωνται ως οι περί Εργοδοτουμένων εις Κέντρα Αναψυχής (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1968.
2.-(1) Η Επιτροπή είναι υπεύθυνος διά την εισαγωγήν και λειτουργίαν του θεσμού επαγγελματικών βιβλιαρίων των εργοδοτουμένων και εκδίδει εις έκαστον εργοδοτούμενον επαγγελματικόν βιβλιάριον εις το οποίον καταγράφονται η ειδικότης και η τάξις του εργοδοτουμένου αίτινες ίσχυον καθ’ ην ημέραν το επαγγελματικόν βιβλιάριον εξεδόθη προς τούτον.
(2) Έκαστος εργοδοτούμενος όστις κατά την ημέραν ενάρξεως ισχύος των παρόντων Κανονισμών εργάζεται εις κέντρον αναψυχής δέον όπως εφοδιασθή διά τοιούτου βιβλιαρίου το βραδύτερον εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας ταύτης.
(3) Πας μη ειδικευμένος εργοδοτούμενος αναλαμβάνων εργασίαν διά πρώτην φοράν εις κέντρον αναψυχής δέον όπως αποκτήση επαγγελματικόν βιβλιάριον, άμα τη συμπληρώσει εξ μηνών υπηρεσίας.
(4) Πας ειδικευμένος εργοδοτούμενος αναλαμβάνων εργασίαν εις κέντρον αναψυχής δέον όπως εφοδιασθή δι’ επαγγελματικού βιβλιαρίου άμα τη συμπληρώσει ενός μηνός υπηρεσίας.
(5) Εις οιονδήποτε απόφοιτον ξενοδοχειακής ή τουριστικής σχολής εκδίδεται επαγγελματικόν βιβλιάριον κατόπιν υπηρεσίας ενός μηνός εις την ειδικότητα και τάξιν δι’ ας ούτος προσελήφθη. Νοουμένου ότι, οι σπουδασταί ξενοδοχειακής ή τουριστικής σχολής είναι ελεύθεροι όπως αναλαμβάνουν εργασίαν άνευ επαγγελματικού βιβλιαρίου κατά την περίοδον της φοιτήσεως των εις την σχολήν ως μέρος της πρακτικής εξασκήσεως και της επί δοκιμασία υπηρεσίας τούτων εάν ούτοι ικανοποιήσωσι την Επιτροπήν διά της προσαγωγής εγγράφου ή άλλης μαρτυρίας, ότι φοιτώσιν εις τοιαύτην σχολήν.
(6) Εργοδοτούμενος εις ξενοδοχείον κατέχων επαγγελματικόν βιβλιάριον δικαιούται να εργασθή εις κέντρον αναψυχής εις την ειδικότητα και τάξιν τας καθοριζομένας εν τω υπό του υπαλλήλου κατεχομένω επαγγελματικώ βιβλιαρίω.
(7) Εργοδοτούμενος όστις είναι κάτοχος επαγγελματικού βιβλιαρίου, δύναται, εάν υπάρχη κενή θέσις εις το κέντρον αναψυχής ένθα απασχολείται, να αποταθή προς τον εργοδότην αυτού διά προαγωγήν.
(8) Τα επαγγελματικά βιβλιάρια χορηγούνται προς την Επιτροπήν υπό της Κυβερνήσεως. Τα δικαιώματα διά την έκδοσιν επαγγελματικού βιβλιαρίου άτινα θα εισπράττωνται υπό της Επιτροπής παρά των δικαιουμένων όπως αποκτήσουν τούτο καθορίζονται υπό της Επιτροπής και κατατίθενται εις το Δημόσιον Ταμείον.
(9) Η μορφή και το σχήμα του επαγγελματικού βιβλιαρίου εκτίθενται εις το Παράρτημα όπερ επισυνάπτεται εις τους παρόντας Κανονισμούς.
(10) Η Επιτροπή δύναται τη εγκρίσει του Υπουργού να εξαιρέση των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού οιονδήποτε κέντρον αναψυχής ή οιανδήποτε κατηγορίαν κέντρων αναψυχής.
3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού ουδείς εργοδότης απασχολεί οιονδήποτε εργοδοτούμενον και υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα πέραν των σαράντα οκτώ ωρών συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών καθ’ οιανδήποτε εβδομάδα ή πέραν των οκτώ ωρών καθ’ οιανδήποτε ημέραν, εξαιρουμένου του χρόνου του απαιτουμένου διά γεύματα ή εις ώρας πλην των αναφερομένων εις το ωράριον εργασίας το οποίον επιβάλλεται όπως παραμένη ανηρτημένον συμφώνως προς τας διατάξεις της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 9.
(2) Η εργάσιμος εβδομάς δεν αριθμεί πλέον των εξ ημερών η δε εργάσιμος ημέρα δεν περιλαμβάνει πλέον της μιας διακοπής.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού-
(α) ουδείς εργοδοτούμενος εργάζεται υπερωριακώς πέραν των 8 ωρών καθ’ οιανδήποτε εργάσιμον εβδομάδα:
Νοουμένου ότι εις εξαιρετικάς περιπτώσεις αύται δύνανται να αυξηθούν μέχρι 10
(β) εργασία μετά την συμπλήρωσιν του ημερησίου ωραρίου λογίζεται ως υπερωρία, εκάστη δε ώρα τοιαύτης εργασίας πληρώνεται ως μία και ημίσεια.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (1) των παρόντων Κανονισμών εν περιπτώσει ασθενείας εργοδοτουμένου αποδεικνυομένης διά πιστοποιητικού Ιατρού τα καθήκοντα του εργοδοτουμένου δύνανται να εκτελώνται υπό ετέρου εργοδοτουμένου διά χρονικήν περίοδον μη υπερβαίνουσαν την μίαν εβδομάδα, κατά την διάρκειαν δε της περιόδου ταύτης ο εν λόγω εργοδοτούμενος δύναται να εργάζεται πέραν του συνήθους ημερησίου ή εβδομαδιαίου ωραρίου και πληρώνηται διά την τοιαύτην υπερωρίαν ως προνοείται διά της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (3) του παρόντος Κανονισμού.
(5) Ουδείς εργοδοτούμενος μη συμπληρώσας το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του απασχολείται πλέον των τεσσαράκοντα οκτώ ωρών καθ’ εβδομάδα, εξαιρουμένου του χρόνου του απαιτουμένου διά γεύματα, ουδείς δε εργοδοτούμενος μη συμπληρώσας το δέκατον έκτον έτος της ηλικίας του απασχολείται πλέον των τεσσαράκοντα δύο ωρών καθ’ εβδομάδα εξαιρουμένου του χρόνου του απαιτουμένου διά γεύματα.
4. Έκαστος εργοδοτούμενος απολαύει καθ’ εκάστην εβδομάδα μιας ημέρας αργίας μετά πληρωμής καθ’ ην ούτος υπό ουδεμίαν ιδιότητα απασχολείται.
5.-(1) Όλοι οι εργοδοτούμενοι δικαιούνται ετήσιας άδειας μετ' απολαβών τουλάχιστο τεσσάρων εβδομάδων.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων των περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμων του 1967 έως 2001, επιτρέπεται η παραχώρηση άδειας εντός δύο περιόδων:
(3) Εφ’ οιασδήποτε διαφοράς αναφυομένης μεταξύ εργοδότου και εργοδοτουμένου ως προς την χρονικήν διάρκειαν της υπηρεσίας του δευτέρου αποφασίζει η Επιτροπή.
6.-(1) Άμα τη προσκομίσει πιστοποιητικού ασθενείας εκδοθέντος υπό Ιατρού ο εργοδοτούμενος δικαιούται ετησίως αδείας ασθενείας μετ’ απολαβών ως ακολούθως:
(α) Εργοδοτούμενος με υπηρεσίαν πλέον των εξ μηνών, 10 ημέρας.
(β) Εργοδοτούμενος με υπηρεσίαν πλέον των 3 ετών, 18 ημέρας:
Νοείται ότι αι πρώται τρεις ημέραι της αδείας ασθενείας είναι άνευ απολαβών.
(2) Πάσα παροχή εκ του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων λόγω ασθενείας αφαιρείται από το πληρωνόμενον εις τον εργοδοτούμενον ποσόν.
(3) Εάν η ασθένεια εργοδοτουμένου συνεχίζεται και μετά την εκπνοήν της αδείας ασθενείας της οποίας ούτος δικαιούται, χορηγείται προς τον ρηθέντα εργοδοτούμενον άδεια άνευ απολαβών ανάλογος προς τα έτη υπηρεσίας αυτού. Ειδικαί περιπτώσεις εξετάζονται υπό του εργοδότου εν συνεννοήσει μετά της Συντεχνίας του εργοδοτουμένου.
(4) Εν περιπτώσει ασθενείας ο εργοδοτούμενος ειδοποιεί τον εργοδότην από της πρώτης ημέρας της τοιαύτης ασθενείας, ή το ταχύτερον δυνατόν μετά ταύτην.
7.-(1) Εργοδοτούμενος του οποίου αι υπηρεσίαι τερματίζονται πρωτοβουλία του εργοδότου, δικαιούται προειδοποιήσεως ή αντ’ αυτής αποζημιώσεως ως ακολούθως:
(α) Εργοδοτούμενος με υπηρεσίαν μέχρις ενός έτους, 8 ημερών.
(β) Εργοδοτούμενος με υπηρεσίαν υπερβαίνουσαν το εν έτος ουχί όμως τα δύο έτη, 14 ημερών.
(γ) Εργοδοτούμενος με υπηρεσίαν υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, 28 ημερών.
(2) Η ιδία προειδοποίησις ή αποζημίωσις παρέχεται ή καταβάλλεται υπό του εργοδοτουμένου εν η περιπτώσει ο ίδιος ο εργοδοτούμενος θα επεθύμει όπως τερματίση τας υπηρεσίας αυτού.
(3) Το ποσόν της αποζημιώσεως η οποία καταβάλλεται εις τον εργοδοτούμενον δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος Κανονισμού, επιβαρύνει αποκλειστικώς τον εργοδότην και εν ουδεμία περιπτώσει αφαιρείται εκ του ποσού των δικαιωμάτων υπηρεσιών των πληρωτέων εις τους λοιπούς εργοδοτουμένους.
(4) Ανεξαρτήτως των προνοιών του παρόντος Κανονισμού διά πράξεις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του ή διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή, ή διάπραξις ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος εκτός εάν ο εργοδότης συνήνεσεν ή, παρώτρυνε την διάπραξιν τούτου ή απρεπής συμπεριφορά του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του ή σοβαρά ή επαναλαμβανομένη παράβασις ή παραγνώρισις κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν αποτελούν λόγον απολύσεως του εργοδοτουμένου άνευ προειδοποιήσεως λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:
8.-(1) Πάσα πληρωμή γινομένη δυνάμει των Κανονισμών 3(3), 3(4), 7(1) και 7(2) λογίζεται βάσει του βασικού μισθού του εργοδοτουμένου και του δικαιώματος υπηρεσίας του καταβληθέντος εις τούτον κατά την διάρκειαν του μηνός όστις προηγήθη της πληρωμής.
(2) Πάσα πληρωμή γινομένη δυνάμει των Κανονισμών 5(1) και 6(1) λογίζεται βάσει του βασικού μισθού του καταβαλλομένου υπό του εργοδότου και του ποσοστού δικαιώματος υπηρεσίας εις το οποίον κανονικώς δικαιούται ο εργοδοτούμενος το οποίον θα προέρχεται εκ του ολικού ποσού δικαιώματος υπηρεσίας του μηνός καθ’ ον ο εργοδοτούμενος ευρίσκεται επ’ αδεία.
9.-(1) Έκαστος εργοδότης διατηρεί ανηρτημένα εις περίοπτον μέρος του κέντρου αναψυχής εις το οποίον όλοι οι εργοδοτούμενοι εισέρχονται ή δύνανται να εισέλθουν ευκόλως, τα ακόλουθα έγγραφα:
(α) Κατάλογον των εν τω κέντρω αναψυχής εργοδοτουμένων περιλαμβάνοντα τας ώρας καθήκοντος, την ημέραν την οριζομένην ως εβδομαδιαίαν αργίαν δυνάμει του Κανονισμού 4 και την ετησίαν άδειαν της οποίας έκαστος εργοδοτούμενος δικαιούται δυνάμει του Κανονισμού 5, και
(β) πίνακα δεικνύοντα τον τρόπον κατανομής μεταξύ των εργοδοτουμένων του δικαιώματος υπηρεσίας.
(2) Ουδέν των εγγράφων των αναφερομένων εν τη παραγράφω (1) του παρόντος Κανονισμού τροποποιείται ειμή μόνον κατόπιν 48ώρου προειδοποιήσεως προς τον ενδιαφερόμενον εργοδοτούμενον εξαιρουμένων των περιπτώσεων ασθενείας ή τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου τη ιδία αυτού πρωτοβουλία και άνευ προειδοποιήσεως.
(3) Έκαστος εργοδότης αποστέλλει προς την Επιτροπήν και τον Επαρχιακόν Λειτουργόν Εργασίας της ενδιαφερομένης επαρχίας ανά εν αντίγραφον των εν τη παραγράφω (1) αναφερομένων εγγράφων εντός μιας εβδομάδος από της αναρτήσεως των και εφεξής όσον μεν αφορά εις τον κατάλογον ανά εξάμηνον όσον δε αφορά εις τον πίνακα καθ’ έκαστον μήνα:
10.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού δικαίωμα υπηρεσίας εκ 10% χρεούται υπό του εργοδότου επί παντός λογαριασμού των πελατών, εξαιρουμένων των λογαριασμών διά τηλεφωνικάς κλήσεις, αγοράν σιγαρέττων και φόρους.
(2) Η Επιτροπή δύναται να εξαιρέση των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού οιονδήποτε κέντρον αναψυχής ή κατηγορίαν τοιούτων κέντρων.
11.-(1) Όλα τα ποσά τα χρεούμενα υπό του εργοδότου επί των λογαριασμών πελατών ως δικαίωμα υπηρεσίας και καταχωρουμένου δυνάμει της παραγράφου (2) του παρόντος Κανονισμού κατανέμονται μεταξύ των εργοδοτουμένων εις τοιαύτην αναλογίαν οία ήθελε συμφωνηθή υφ’ οιωνδήποτε ενδιαφερομένων ενώσεων εργοδοτών και εργοδοτουμένων και εγκριθή υπό της Επιτροπής ή, μη, επελθούσης τοιαύτης συμφωνίας, εις τοιαύτην αναλογίαν οία ήθελεν αποφασισθή υπό της Επιτροπής:
(2) Το δικαίωμα υπηρεσίας δι’ έκαστον μήνα καταβάλλεται προς τους εργοδοτουμένους ουχί αργότερον της 5ης του επομένου μηνός:
(3)(α) Το σύνολον του δικαιώματος υπηρεσίας εκάστης ημέρας καταχωρείται εις ειδικόν βιβλίον υπό του εργοδότου ή εκπροσώπου αυτού εν συνεργασία μετά δύο εκλελεγμένων αντιπροσώπων των εργοδοτουμένων.
(β) Αι καταχωρήσεις εις το ειδικόν βιβλίον δικαιώματος υπηρεσίας, το οποίον θα εγκριθή υπό της Επιτροπής, πιστοποιούνται καθ’ εκάστην διά των υπογραφών του εργοδότου ή εκπροσώπου αυτού και των εκλελεγμένων εκπροσώπων των εργοδοτουμένων:
Νοείται ότι υπεύθυνος διά την φύλαξιν και ασφάλειαν του ειδικού βιβλιαρίου είναι ο εργοδότης.
(4) Εργοδότης δύναται να συμφωνήση μετά των εργοδοτουμένων αυτού εφ’ ενός ηγγυημένου ποσού δικαιώματος υπηρεσίας προσθέτως προς τον βασικόν μισθόν:
12. Έκαστος εργοδότης εκδίδει ηριθμημένας αποδείξεις εις διπλούν, δι’ οιανδήποτε προς αυτόν πληρωμήν.
13.-(1) Παράπονα υποβαλλόμενα προς την Επιτροπήν υπό του εργοδότου ή του εργοδοτουμένου ή υπό οργανώσεων αντιπροσωπευουσών αυτούς εξετάζονται εντός οκτώ ημερών ή όσον το δυνατόν ενωρίτερον μετά την εν λόγω περίοδον.
(2) Εάν η Επιτροπή αποφασίση ότι επιβάλλεται όπως διενεργηθή επιθεώρησις του ενδιαφερομένου κέντρου αναψυχής ή των βιβλίων και αρχείων αυτού, η Επιτροπή ως σώμα προβαίνει εις την τοιαύτην επιθεώρησιν εντός οκτώ ημερών από της λήψεως της σχετικής αποφάσεως:
(3) Οιοσδήποτε εργοδότης ή εργοδοτούμενος θεωρών εαυτόν αδικούμενον συνεπεία αποφάσεως της Επιτροπής δύναται να παραπέμψη το ζήτημα εις το Υπουργείον Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων δι’ απόφασιν.
14.-(1) Οιοσδήποτε Επιθεωρητής Εργασίας δύναται καθ’ οιανδήποτε λογικήν ώραν να εισέλθη, επιθεωρήση και εξετάση οιονδήποτε κέντρον αναψυχής και έκαστον τμήμα αυτού διά να εξακριβώση κατά πόσον αι διατάξεις των παρόντων Κανονισμών τηρούνται δεόντως.
(2) Έκαστος εργοδότης ή οι εκπρόσωποι και εργοδοτούμενοι αυτού, δέον όπως παρέχωσι τοιαύτας διευκολύνσεις επιτρεπούσας τον έλεγχον τοιούτων βιβλίων και αρχείων ως ήθελεν απαιτηθή υπό της Επιτροπής ή οιουδήποτε μέλους αυτής το οποίον δικαιούται όπως διενεργή επιθεωρήσεις συμφώνως προς τας διατάξεις της παραγράφου (2) του Κανονισμού 12 ή υπό οιουδήποτε Επιθεωρητού Εργασίας, προς τον σκοπόν οιασδήποτε τοιαύτης επιθεωρήσεως, ελέγχου ή εξετάσεως.
(3) Εάν οιονδήποτε πρόσωπον εσκεμμένως παρεμποδίση την Επιτροπήν ή οιονδήποτε μέλος αυτής, ή οιονδήποτε Επιθεωρητήν Εργασίας εν τη ενασκήσει των εξουσιών των παρεχομένων υπό του Κανονισμού 12 ή του παρόντος Κανονισμού το τοιούτον πρόσωπον θα είναι ένοχον αδικήματος εναντίον των Κανονισμών τούτων και υπόκειται εις πρόστιμον μη υπερβαίνον τας 100.
15.—(1) Εάν οιοσδήποτε εργοδότης παραβεί ή παραλείψει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις των Κανονισμών 3 και 5 του ΠΙΝΑΚΑ του βασικού νόμου είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρις ενός έτους ή σε πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές μαζί.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (1) του παρόντος Κανονισμού, οιοσδήποτε εργοδότης παραβεί ή παραλείψει να συμμορφωθεί προς οιονδήποτε των υπολοίπων Κανονισμών του ΠΙΝΑΚΑ του βασικού νόμου είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε πρόστιμο μέχρι χίλιες λίρες.
16. Άμα τη ενάρξει της ισχύος των παρόντων Κανονισμών οιαδήποτε υφισταμένη σύμβασις ή μέρος ταύτης αφορώσα τα κέντρα αναψυχής ήτις παρέχει ολιγώτερα ή υποδεέστερα ωφελήματα των προνοουμένων υπό των παρόντων Κανονισμών, ακυρούται.
17. Οι παρόντες Κανονισμοί τίθενται εν ισχύϊ από της ημέρας της εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας δημοσιεύσεως αυτών.