10Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), το ποσοστό που ορίζεται δυνάμει του εδαφίου (7) του άρθρου 10, επιβαρύνει τον πελάτη και εισπράττεται ή χρεώνεται από τον επιχειρηματία και καταβάλλεται κάθε τριμηνία με δική του ευθύνη στον Οργανισμό. Κάθε επιχειρηματίας υποχρεούται όπως όχι αργότερα από την 25η ημέρα του μήνα που έπεται της κάθε αμέσως προηγούμενης τριμηνίας καταβάλλει στον Οργανισμό το εν λόγω ποσοστό που είσπραξε ή χρέωσε την κάθε αμέσως προηγούμενη τριμηνία:
Νοείται ότι η πρώτη καταβολή του πιο πάνω ποσοστού και η πρώτη υποβολή του εντύπου που καθορίζεται στο εδάφιο (6), δύναται να αφορά και περίοδο μικρότερη των τριών μηνών, η οποία όμως θα λήγει την ίδια τριμηνία. Η πρόνοια αυτή εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις αναστολής λειτουργίας ή και επαναλειτουργίας επιχείρησης.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) σε περίπτωση που ο επιχειρηματίας παραλείπει να χρεώνει ή εισπράττει από τον πελάτη το πιο πάνω αναφερόμενο ποσοστό, υποχρεούται να το καταβάλλει ο ίδιος στον Οργανισμό.
(3) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), σε περίπτωση κατά την οποία ο επιχειρηματίας αποδεικνύει ότι δεν είσπραξε το λαβείν του λόγω διάλυσης ή πτώχευσης οποιουδήποτε νομικού ή φυσικού προσώπου πελάτη του, ο εν λόγω επιχειρηματίας απαλλάσσεται της υποχρέωσης καταβολής στον Οργανισμό του ποσοστού το οποίο έχει χρεώσει για λογαριασμό του εν λόγω προσώπου/πελάτη του:
Νοείται ότι σε περίπτωση κατά την οποία ο επιχειρηματίας ήθελε εισπράξει οποιοδήποτε ποσό έναντι των οφειλόμενων σ’ αυτόν ποσών από τον πιο πάνω πελάτη του, αυτός οφείλει να καταβάλει στον Οργανισμό το ποσοστό που αναλογεί “PRO RATA”.
(4) Ο πελάτης υποχρεούται όπως καταβάλλει στον επιχειρηματία το ποσοστό που ορίζεται δυνάμει του εδαφίου (7) του άρθρου 10.
Οποιοσδήποτε πελάτης που αρνείται να καταβάλει το εν λόγω ποσοστό, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή και τις δύο αυτές ποινές.
(5) Κάθε επιχειρηματίας υποχρεούται να τηρεί στοιχεία που να δείχνουν τις εισπράξεις ή χρεώσεις του πιο πάνω αναφερόμενου ποσοστού που γίνονται από την επιχείρηση του και υποχρεούται να τα παρουσιάζει για έλεγχο σε οποιοδήποτε εντεταλμένο για το σκοπό αυτό όργανο του Οργανισμού, σύμφωνα με εγκύκλιες οδηγίες του Οργανισμού.
(6) Κάθε επιχειρηματίας οφείλει όπως για τις εισπράξεις ή χρεώσεις του ποσοστού που ορίζεται δυνάμει του εδαφίου (7) του άρθρου 10, συμπληρώνει σχετικό έντυπο το οποίο καθορίζεται εκάστοτε με εγκύκλιες οδηγίες του Οργανισμού. Το εν λόγω έντυπο υποβάλλεται από τον επιχειρηματία στον Οργανισμό όχι αργότερα από την 25η ημέρα του μήνα που έπεται της κάθε αμέσως προηγούμενης τριμηνίας μαζί με το εν λόγω ποσοστό:
(7)(α) Κάθε επιχειρηματίας που παραλείπει ή αρνείται ή καθυστερεί να καταβάλει στον Οργανισμό το οφειλόμενο ποσοστό μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στο εδάφιο (1), υποχρεούται στην καταβολή πρόσθετης επιβάρυνσης ίσης προς το δέκα τοις εκατόν (10%) επί του ποσοστού που παραλείπει ή αρνείται ή καθυστερεί να καταβάλει. Σε περίπτωση δε που η παράλειψη ή άρνηση ή καθυστέρηση του επιχειρηματία να καταβάλει το οφειλόμενο ποσοστό εξακολουθεί πέραν των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία που το ποσοστό καθίσταται καταβλητέο δυνάμει του παρόντος Νόμου, τότε αυτός υποχρεούται επίσης στην καταβολή απλού τόκου προς εννέα τοις εκατόν (9%) ετησίως πάνω στο οφειλόμενο ποσοστό περιλαμβανομένης και της πρόσθετης επιβάρυνσης που υπολογίζεται από την εκπνοή της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών.
(β) Κάθε επιχειρηματίας που παραλείπει ή αρνείται ή καθυστερεί να υποβάλει το έντυπο που αναφέρεται στο εδάφιο (6), μέσα στην καθορισμένη προθεσμία, υποχρεούται στην καταβολή δεκαπέντε λιρών (,15) για κάθε μήνα ή μέρος αυτού κατά το οποίο διαρκεί η εν λόγω παράλειψη, άρνηση ή καθυστέρηση.
(8) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (7) και (10), κάθε επιχειρηματίας, ο οποίος-
(α) Παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2), (3), (5), (6) και (7) είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή και τις δύο αυτές ποινές, ή
(β)(i) Mε πρόθεση εξαπάτησης του Οργανισμού, χρησιμοποιεί ή παραδίδει ή αποστέλλει για τους σκοπούς του άρθρου αυτού ή χρησιμοποιεί με άλλο τρόπο για τους ίδιους σκοπούς οποιοδήποτε έγγραφο ή στοιχείο που είναι αναληθές, ή
(ii) κατά την παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας για τους σκοπούς του άρθρου αυτού προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση που γνωρίζει ότι είναι αναληθής σε κάποιο ουσιώδες στοιχείο της ή από αμέλεια προβαίνει σε δήλωση που είναι αναληθής σε κάποιο ουσιώδες στοιχείο της, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.
(γ) αποφεύγει να καταβάλει ή προβαίνει/ενέχεται σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό τη δόλια αποφυγή καταβολής του πιο πάνω ποσοστού από μέρους του ή από μέρους οποιουδήποτε άλλου προσώπου, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι το τριπλάσιο του ποσοστού που έπρεπε να καταβάλει ή σε φυλάκιση μέχρι πέντε χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.
(9) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε επιχειρηματία για το ότι παρέλειψε ή αμέλησε να χρεώσει ή καταβάλει στον Οργανισμό το ποσοστό που ορίζεται δυνάμει του εδαφίου (7) του άρθρου 10 ή να τηρεί στοιχεία για τις εισπράξεις ή και χρεώσεις του πιο πάνω αναφερόμενου ποσοστού ή να αποστείλει στον Οργανισμό το καθορισμένο έντυπο, το Δικαστήριο μπορεί επιπρόσθετα με οποιαδήποτε ποινή που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, να διατάξει την καταβολή από τον επιχειρηματία που καταδικάστηκε, του οφειλόμενου ποσοστού, των πρόσθετων επιβαρύνσεων και των τόκων που προβλέπονται στο εδάφιο (7), την υποβολή του εντύπου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), την υποβολή των στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (5), καθώς επίσης και την καταβολή των εξόδων της δίκης.
(10) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, κάθε πρόσωπο μη συμμορφούμενο προς διάταγμα το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (9), είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που να μην υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε χρηματική ποινή που να μην υπερβαίνει τις επτακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(11)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (5), (6), (7), (8), (9) και (10), σε περίπτωση κατά την οποία επιχειρηματίας παραλείπει ή αμελεί να τηρεί τα απαραίτητα στοιχεία ή απώλεσε τα εν λόγω στοιχεία για τις εισπράξεις ή και χρεώσεις του πιο πάνω αναφερόμενου ποσοστού ή δε συμπληρώνει και δεν αποστέλλει το καθορισμένο έντυπο για τις εισπράξεις ή και χρεώσεις του πιο πάνω αναφερόμενου ποσοστού μαζί με το ποσοστό που αναφέρεται στο εδάφιο (7) του άρθρου 10 και στο εδάφιο (1) ή αρνείται να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις για επαλήθευση ή έλεγχο των στοιχείων που υποβλήθηκαν στον Οργανισμό ή τα στοιχεία και τα έντυπα που υποβλήθηκαν στον Οργανισμό είναι ελλιπή και περιέχουν σφάλματα, τότε ο Γενικός Διευθυντής ή άλλος λειτουργός του Οργανισμού εξουσιοδοτημένος από αυτόν για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, μπορεί να βεβαιώνει το οφειλόμενο ποσοστό, τις πρόσθετες επιβαρύνσεις και τους τόκους, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιά τον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία για το οφειλόμενο ποσοστό, τις πρόσθετες επιβαρύνσεις και τους τόκους καθώς επίσης και για την καταβολή τους.
(β) Σε περίπτωση που επιχειρηματίας παραλείπει να καταβάλει το πιο πάνω ποσοστό, τις πρόσθετες επιβαρύνσεις κα τους τόκους που βεβαιώνονται από το Γενικό Διευθυντή ή από άλλο λειτουργό του Οργανισμού εξουσιοδοτημένο από αυτόν για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, εφαρμόζονται ανάλογα οι πρόνοιες του άρθρου αυτού.
(12) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, ο Οργανισμός μπορεί και με πολιτική αγωγή να διεκδικεί από τον επιχειρηματία ή άλλο ενεχόμενο πρόσωπο οποιοδήποτε ποσοστό ή πρόσθετη επιβάρυνση ή τόκους που οφείλονται στον Οργανισμό.
(13) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού-
(α) “επιχείρηση” σημαίνει ξενοδοχείο ή τουριστικό κατάλυμα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 των περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμων,
(β) “επιχειρηματίας” σημαίνει τον κύριο της επιχείρησης στο όνομα του οποίου εκδίδεται η άδεια λειτουργίας και περιλαμβάνει το “Διευθυντή” της επιχείρησης, και
(γ) “τριμηνία” σημαίνει το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και 31ης Μαρτίου, της 1ης Απριλίου και 30ής Ιουνίου, 1ης Ιουλίου και 30ής Σεπτεμβρίου και 1ης Οκτωβρίου και 31ης Δεκεμβρίου οποιουδήποτε έτους.