3. Διαρκούσης της εκρύθμου καταστάσεως και παρά τας διατάξεις του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 και του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, εφαρμόζονται αι ακόλουθοι διατάξεις ως προς την μετάθεσιν, απόσπασιν, αξιολόγησιν και πειθαρχίαν κρατικών υπαλλήλων:
(α) Εάν δι’ οιονδήποτε λόγον κρατικός υπάλληλος δεν δύναται να απασχοληθή συμφώνως προς τα καθήκοντα και τας ευθύνας της θέσεως του, ο Υπουργός Οικονομικών ή ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών δεόντως εξουσιοδοτημένος υπ’ αυτούς, δύναται, εν συνεννοήσει μετά της οικείας αρμοδίας αρχής, να προβαίνη εις μετάθεσιν ή απόσπασιν τούτου, προς εκτέλεσιν οιωνδήποτε ετέρων καθηκόντων, εις οιανδήποτε υπηρεσίαν αναλόγως των αναγκών της υπηρεσίας. Η τοιαύτης μετάθεσις ή απόσπασις γίνεται εις οιονδήποτε μέρος της Δημοκρατίας και δι’ οιονδήποτε χρονικόν διάστημα ως ήθελε θεωρηθή αναγκαίον διά τους σκοπούς της υπηρεσίας.
(β) Πλην των υπαλλήλων των κατεχόντων εναλλαξίμους θέσεις, διά τους οποίους η αξιολόγησις διά των εμπιστευτικών εκθέσεων θα εξακολουθήση γινομένη βάσει της καθιερωμένης τακτικής, πας έτερος κρατικός υπάλληλος όστις μετατίθεται ή αποσπάται δυνάμει της παραγράφου (α), θα υπόκειται εις αξιολόγησιν βάσει της αξίας αυτού προ της τοιαύτης μεταθέσεως ή αποσπάσεως του, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της ειδικής εκθέσεως ήτις θα υποβάλληται προς τον προϊστάμενον της υπηρεσίας εις ην οργανικώς ούτος ανήκει υπό του προϊσταμένου της νέας του υπηρεσίας εις ην μετετέθη ή απεσπάσθη και ήτις θα καλύπτη, ιδίως, εκτίμησιν του χαρακτήρος, του ήθους, της αφοσιώσεως προς το καθήκον, της νομιμοφροσύνης και της διακριτικότητος και ικανότητος προς συνεργασίαν, ως και γενικήν εκτίμησιν της αποδόσεως αυτού:
Νοείται ότι, εάν εν οιαδήποτε περιπτώσει η εκτίμησις της αποδόσεως δεν συνάδη προς την προηγουμένην εκτίμησιν αυτής εν σχέσει προς τα καθήκοντα και τας ευθύνας της οργανικής αυτού θέσεως, ουδέν το μειωτικόν θα αναφέρηται εις την προς την Επιτροπήν Δημοσίας Υπηρεσίας ή την Επιτροπήν Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αναλόγως της περιπτώσεως, έκθεσιν:
Νοείται περαιτέρω ότι εν ουδεμιά περιπτώσει η σταδιοδρομία και τα δικαιώματα ή διεκδικήσεις διά προαγωγήν οιουδήποτε μετατιθεμένου ή αποσπωμένου υπαλλήλου δυνάμει της παραγράφου (α) θα παραβλάπτωνται ή επηρεάζωνται δυσμενώς εκ της αξιολογήσεως της αποδόσεως του εν συγκρίσει προς μη μετατιθεμένους ή αποσπωμένους συναδέλφους αυτού.
(γ) Η διάπραξις πειθαρχικού αδικήματος υπό κρατικού υπαλλήλου όστις μετετέθη ή απεσπάσθη δυνάμει της παραγράφου (α) καταγγέλλεται εις την οικείαν αρμοδίαν αρχήν και εξετάζεται συμφώνως προς τας σχετικάς διατάξεις του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 ή του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, αναλόγως της περιπτώσεως.