51Α.(1) Πρόσωπο, το οποίο αποδεικνύεται ότι δόλια παραλείπει ή καθυστερεί να καταβάλει το ποσό φόρου, το οποίο υποχρεούται να καταβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται:
(i) Καθόσον αφορά εταιρεία, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες.
(ii) Καθόσον αφορά φυσικό πρόσωπο, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή και στις δύο αυτές ποινές:
(2) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου, σύμφωνα με το εδάφιο (1), το πρόσωπο αυτό επιπροσθέτως οποιασδήποτε άλλης ποινής στην οποία υπόκειται, υποχρεούται να καταβάλει το ποσό του φόρου που παρέλειψε ή καθυστέρησε να καταβάλει.
(3) Όταν αποδειχθεί ότι αδίκημα που διαπράχθηκε από εταιρεία κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1), οφείλεται σε αδικαιολόγητη άρνηση, παράλειψη ή καθυστέρηση διευθυντή αυτής ή άλλου προσώπου που έχει την ευθύνη να εκτελεί τα καθήκοντα που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο για την εταιρεία αυτή, τότε το υπεύθυνο αυτό πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται:
(α) Για το συνολικό ποσό οφειλόμενου φόρου σε χρηματική ποινή μέχρι του είκοσι τοις εκατόν (20%) του οφειλόμενου φόρου˙ και
(β) για ποσό οφειλόμενου φόρου πέραν των χιλίων λιρών επιπροσθέτως της πιο πάνω ποινής, σε ποινή φυλακίσεως που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή και στις δύο αυτές ποινές: