32.-(1) Ουδεμία αγωγή δύναται να εγερθή εν οιωδήποτε Δικαστήριω κατά του Οργανισμού, του Προέδρου ή των μελών του Συμβουλίου, του Γενικού Διευθυντού ή οιουδήποτε υπαλλήλου του Οργανισμού συνεπεία οιασδήποτε πράξεως γενομένης εν τη εφαρμογή ή επί σκοπώ εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιουδήποτε δημοσίου καθήκοντος ή εξουσίας, ή συνεπεία οιασδήποτε αμελείας ή παραλείψεως εν τη εφαρμογή του εν λόγω Νόμου, καθήκοντος ή εξουσίας, εκτός εάν αύτη υποβληθή εντός εξ μηνών από της περί ης το παράπονον πράξεως, αμελείας ή παραλείψεως ή, εν περιπτώσει συνεχιζομένης ζημίας ή βλάβης, εντός δώδεκα μηνών αφ’ ης έπαυσεν αύτη.
(2) Ουδεμία αγωγή δύναται να εγερθή εν οιωδήποτε Δικαστηρίω κατά του Οργανισμού προ της παρελεύσεως τουλάχιστον ενός μηνός από της προς τον Οργανισμόν επιδόσεως γραπτής ειδοποιήσεως περί προθέσεως εγέρσεως αγωγής υπό του προτιθεμένου ενάγοντος ή αντιπροσώπου αυτού~ η τοιαύτη ειδοποίησις δέον να εκθέτη σαφώς και κατηγορηματικώς την βάσιν της αγωγής, τας λεπτομερείας της απαιτήσεως, το όνομα και τον τόπον κατοικίας του προτιθεμένου ενάγοντος και την αιτουμένην θεραπείαν.