6.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου το Συμβούλιον κανονίζει τα των συνεδριάσεων αυτού, τον τρόπον και τον χρόνον της συγκλήσεως αυτών και την κατ’ αυτάς ακολουθουμένην διαδικασίαν, και προς τον σκοπόν τούτον το Συμβούλιον δύναται να εκδώση εσωτερικόν κανονισμόν αφορώντα εις την εν γένει λειτουργίαν του Συμβουλίου.
(2) Ο Πρόεδρος συγκαλεί τας συνεδριάσεις του Συμβουλίου και προεδρεύει τούτων:
(3) Το ήμισυ πλέον ενός του αριθμού των μελών του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου αυτού, συνιστώσιν απαρτίαν.
(4) Αι αποφάσεις κατά τας συνεδριάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν των παρόντων και ψηφιζόντων μελών, εν περιπτώσει δε ισοψηφίας ο προεδρεύων της συνεδριάσεως κέκτηται δευτέραν ή νικώσαν ψήφον.
(5) Τηρούνται πρακτικά των εργασιών εκάστης συνεδριάσεως του Συμβουλίου εις τα οποία καταχωρούνται εν περιλήψει τα της συνεδριάσεως. Τα πρακτικά επικυρούνται κατά την αμέσως επομένην συνεδρίαν και υπογράφονται υπό του προεδρεύοντος της συνεδριάσεως κατά τον χρόνον της υπογραφής.
(6) Το Συμβούλιον δεν κωλύεται να ενεργή ως εκ του γεγονότος ότι θέσις μέλους του Συμβουλίου παραμένει κενή, ή εάν υφίσταται ελάττωμα τι εις τον διορισμόν μέλους του Συμβουλίου, αι δε λαβούσαι χώραν διαδικασίαι είναι έγκυροι και εάν έτι υφίστανται κεναί τοιαύται θέσεις, νοουμένου ότι δύναται να επιτευχθή η νόμιμος απαρτία.
(7) Παν μέλος του Συμβουλίου, όπερ έχει οιονδήποτε άμεσον ή έμμεσον συμφέρον εις σύμβασιν συναφθείσαν ή συναφθησομένην υπό του Οργανισμού, οφείλει να γνωστοποιήση την φύσιν του τοιούτου συμφέροντος εις συνεδρίασιν του Συμβουλίου, του γεγονότος αναγραφομένου εις τα τηρούμενα υπό του Συμβουλίου πρακτικά~ το μέλος τούτο δεν δύναται να μετάσχη των συζητήσεων ουδέ της αποφάσεως του Συμβουλίου συναφώς προς την τοιαύτην σύμβασιν.
Διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου γενική τις δήλωσις, γενομένη εις τινα συνεδρίασιν του Συμβουλίου υπό μέλους αυτού, εμφαίνουσα ότι το μέλος τούτο μετέχει καθωρισμένης τινός εταιρείας ή οίκου και ως εκ τούτου δέον όπως λογισθή ως έχον συμφέρον εις σύμβασιν τυχόν συναφθησομένην μετά της εταιρείας ή του οίκου τούτου μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην εγένετο η τοιαύτη δήλωσις, θέλει λογισθή ως επαρκής γνωστοποίησις του συμφέροντος του τοιούτου μέλους συναφώς προς την συναφθησομένην σύμβασιν.
(8) Μέλος του Συμβουλίου, έχον συμφέρον ως εν τοις ανωτέρω, δεν επιβάλλεται να παραστή προσωπικώς εις συνεδρίαν του Συμβουλίου ίνα γνωστοποιήση το εν λόγω συμφέρον ως υπέχει υποχρέωσιν δυνάμει του προηγουμένου εδαφίου, εφ’ όσον ήθελε λάβει παν εύλογον μέτρον ίνα διασφαλισθή ότι επί τούτω δήλωσις του θέλει αχθή ενώπιον του Συμβουλίου και αναγνωσθή εις συνεδρίασιν αυτού.