8.-(1) Εάν εντός της υπό του άρθρου 7 καθοριζομένης περιόδου υποβληθή οιαδήποτε ένστασις αλλ’ ο Διευθυντής έχει την γνώμην ότι η εγγραφή δέον παρά ταύτα να διενεργηθή επ’ ονόματι του εν τη καταστάσει εμφαινομένου προσώπου ή τα εμπράγματα βάρη ή δικαιώματα δέον όπως επιβαρύνουν το επηρεαζόμενον ακίνητον, δίδει περί τούτου ειδοποίησιν εις τον ενιστάμενον, όστις δύναται, εντός εξήκοντα ημερών από της ημερομηνίας της τοιαύτης ειδοποιήσεως να αιτήση παρά του Δικαστηρίου δήλωσιν ότι ούτος είναι το εις εγγραφήν δικαιούμενον πρόσωπον αντί του σκοπουμένου όπως εγγραφή προσώπου ή ότι το ακίνητον δεν πρέπει να βαρύνεται υπό του σκοπουμένου εμπραγμάτου βάρους ή δικαιώματος και δίδει εις τον Διευθυντήν ειδοποίησιν περί της αιτήσεως του. Εάν ο ενιστάμενος δεν αιτήση ούτως, ο Διευθυντής δύναται να προχωρήση εις την κατάρτισιν των αρχείων ως εν τη καταστάσει λεπτομερειών.
(2) Εάν οιοσδήποτε ενδιαφερόμενος επηρεαζόμενος υπό της ειδοποιήσεως της δοθείσης υπό του Διευθυντού δυνάμει του άρθρου 7 παραλείψη να συμμορφωθή προς αυτήν εντός της εν αυτή αναφερομένης περιόδου ο Διευθυντής δύναται να χωρήση εις την κατάρτισιν των αρχείων ως εν τη καταστάσει λεπτομερειών.
(3) Δι’ όσα ακίνητα δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθή η κυριότης των δύνανται να εξετάζωνται κεχωρισμένως κατόπιν αιτήσεως υπό του ενδιαφερομένου προσώπου προς τον σκοπόν συμπληρώσεως της εγγραφής των.