3.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων παντός ετέρου νόμου και της νομίμου εγκρίσεως οιασδήποτε πιστώσεως εις τον προϋπολογισμόν του οικείου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπον πρόσληψις εκτάκτων υπαλλήλων ειμή ως κατωτέρω προβλέπεται:-
(α) Πάσα σκοπουμένη πρόσληψις δεόντως δικαιολογημένη και τεκμηριωμένη υποβάλλεται, δι’ ειδικού προς τούτο εγγράφου, υπό του κατά Νόμον αρμοδίου Υπουργού εν σχέσει με το εις ο αφορά νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, ενώπιον της Βουλής.
(β) Εν εκάστη ως ανωτέρω περιπτώσει προκαθορίζεται εν τω ρηθέντι εγγράφω επακριβώς η χρονική διάρκεια και οι όροι απασχολήσεως και εξειδικεύονται οι σκοποί και αι υπηρεσίαι δι’ ας προορίζεται ομού μετ’ αναφοράς του δαπανηθησομένου ολικού ποσού και της τυχόν πιστώσεως της νομίμως εγκεκριμένης εις τον προϋπολογισμόν του οικείου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
(2) Εάν εντός ενός μηνός από της υπό του αρμοδίου ως ανωτέρω Υπουργού καταθέσεως εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων εκάστης των περιπτώσεων προσλήψεως, η Βουλή δεν απαγορεύση διά Νόμου προς τούτο ψηφιζομένου την σκοπουμένην πρόσληψιν, ο ως προείρηται κατά νόμον αρμόδιος Υπουργός θα δύναται να εξουσιοδοτήση το εις ο αφορά η περίπτωσις νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου να χωρήση, επί τη βάσει της υφισταμένης διαδικασίας, εις την σχετικήν πρόσληψιν, τηρουμένων των όρων και προϋποθέσεων αι οποίαι αναφέρονται εις το δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) κατατεθέν έγγραφον.
(3) Πάσα πρόσληψις εκτάκτου υπαλλήλου κατά παράβασιν της ως προείρηται διαδικασίας θεωρείται ως μη νομίμως γενομένη και οι ενασκούντες έλεγχον επί των κονδυλίων εξ ων καταβάλλονται αι απολαβαί διά τους ούτω προσληφθέντας ή εργοδοτηθέντας εκτάκτους υπαλλήλους υπεύθυνοι λειτουργοί καθίστανται προσωπικά υπεύθυνοι διά πάσαν διενεργηθείσαν ή διενεργηθησομένην δαπάνην.