13.-(1) Δι’ αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου δύνανται να περιορίζωνται αι σταθεραί τιμαί, εντός ακραίων ορίων, ανωτάτων ή κατωτάτων ή και αμφοτέρων δι’ εκάστην κατηγορίαν ή τάξιν κέντρων, λαμβανομένων υπ’ όψιν των εκάστοτε ισχυουσών αγορανομικών διατάξεων και λοιπών συνθηκών.
(2) Εντός των ακραίων τούτων ορίων ορίζονται υπό των επιχειρηματιών αι σταθεραί τιμαί των κέντρων, αι οποίαι και αναγράφονται επί ειδικού τιμοκαταλόγου, ο οποίος υποβάλλεται εις τον Οργανισμόν δι’ έγκρισιν και σφράγισιν:
(3) Αι τιμαί ορίζονται δι’ ετησίαν περίοδον αρχομένην από της 1ης Απριλίου εκάστου έτους, εκτός εάν το Διοικητικόν Συμβούλιον ήθελεν ορίσει ετέραν περίοδον, και παραμένουσιν αμετάβλητοι διαρκούσης της περιόδου ταύτης.
(4) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (3) το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται να επιτρέψη εν περιπτώσει μεσολαβήσεως γεγονότων ουσιωδώς επηρεαζόντων τον καθορισμόν των τιμών, μεταβολήν των ορισθεισών τιμών διαρκούσης της ετησίας περιόδου.
(5) Αντίγραφον του εγκεκριμένου και σφραγισμένου υπό του Οργανισμού τιμοκαταλόγου δέον όπως αναρτάται επί της εξωτερικής εισόδου του κέντρου ως επίσης και εις περίοπτον θέσιν εντός αυτού προς ενημέρωσιν των πελατών.
(6) Η είσπραξις παρά του επιχειρηματίου μεγαλυτέρου ποσού των εν τω άνω αναφερομένων τιμοκαταλόγων αναγραφομένων τιμών απαγορεύεται. Ο παραβάτης των διατάξεων του εδαφίου τούτου είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας πεντακοσίας λίρας ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.