3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, σε κάθε μέλος το οποίο-
(α) Κατέχει ή κατείχε οποτεδήποτε το αξίωμα του μέλους· και
(β) συμπληρώνει ή συμπλήρωσε οποτεδήποτε συντάξιμη υπηρεσία,
χορηγείται ετήσια σύνταξη ίση με το ένα τετρακοσιοστό της ετήσιας αντιμισθίας του κατά την ημερομηνία της αποχώρησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα της συντάξιμης υπηρεσίας του αλλά που να μην υπερβαίνει το ένα δεύτερο της αντιμισθίας αυτής και εφάπαξ ποσό ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκατέσσερα και διαιρούμενου του προκύπτοντος ποσού δια τρία.
(2) Η εν τω εδαφίω (1) προβλεπομένη σύνταξις καταβάλλεται εις μηνιαίας δόσεις της πρώτης αρχομένης από της επομένης της συμπληρώσεως του εξηκοστού έτους της ηλικίας του συνταξιοδοτουμένου· εάν όμως ούτος συνεχίζη να κατέχη το αξίωμα μετά την συμπλήρωσιν του εξηκοστού έτους, η καταβολή της συντάξεως άρχεται από της επομένης της αποχωρήσεως του.
(3) Η καταβολή της εν τω εδαφίω (1) συντάξεως αναστέλλεται εις την περίπτωσιν και καθ’ ο διάστημα ο συνταξιοδοτούμενος ήθελεν αναλάβει οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα ή θέσιν ή οιανδήποτε έμμισθον υπηρεσίαν εν τη Δημοκρατία.