5.-(1) Παν άρρεν πρόσωπον δικαιούμενον εις σύνταξιν δυνάμει του παρόντος Νόμου καταβάλλει εισφοράν ίσην προς τα τρία τέταρτα τοις εκατόν (0.75%) της εκάστοτε ετησίας αντιμισθίας αυτού μέχρι ποσού ίσου προς το ανώτατον όριον των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού και προς εν και τρία τέταρτα τοις εκατόν (1.75%) της εκάστοτε ετησίας αντιμισθίας αυτού πέραν του ανωτάτου ορίου των ασφαλιστέων αυτού αποδοχών. Το ύψος των εκάστοτε ασφαλιστέων αποδοχών καθορίζεται βάσει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων ή παντός νόμου τροποποιούντος ή αντικαθιστώντος αυτούς.
(2) Η καταβολή των εισφορών άρχεται από της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου και τερματίζεται όταν ο εισφορεύς παύση να κατέχη το αξίωμα του μέλους. Αι εισφοραί αφαιρούνται εκ των υστέρων μηνιαίως εκ της αντιμισθίας του εισφορέως.
(3) Παν άρρεν πρόσωπον δικαιούμενον εις σύνταξιν δυνάμει του παρόντος Νόμου το οποίον είχε προηγουμένην υπηρεσίαν δύναται να ασκήση εκλογήν όπως καταβάλη εισφοράς δι’ οιανδήποτε περίοδον προηγουμένης υπηρεσίας του· η εκλογή ασκείται δι’ εγγράφου απευθυνομένου προς τον Γενικόν Λογιστήν εντός περιόδου τριών μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου. Αι εν λόγω εισφοραί είναι είσαι προς εν και τρία τέταρτα τοις εκατόν (1.75%) της κατά τον χρόνον της ασκήσεως της εκλογής ετησίας αντιμισθίας αυτού αναφορικά προς υπηρεσίαν μέχρι της 5ης Οκτωβρίου 1980 και δι’ υπηρεσίαν μετά την 5ην Οκτωβρίου 1980 είναι προς τρία τέταρτα τοις εκατόν (0.75%) της κατά τον χρόνον της ασκήσεως της εκλογής ετησίας αντιμισθίας αυτού μέχρι ποσού ίσου προς το ανώτατον όριον των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού και προς εν και τρία τέταρτα τοις εκατόν (1.75%) της κατά τον χρόνον της ασκήσεως της εκλογής ετησίας αντιμισθίας αυτού πέραν του ανωτάτου ορίου των ασφαλιστέων αποδοχών. Το πληρωτέον ποσόν αφαιρείται εκ της αντιμισθίας του εισφορέως εις τοιαύτας δόσεις ως ο Γενικός Λογιστής ήθελε καθορίσει.