Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο-

“Ανάπηρος” σημαίνει οποιοδήποτε μόνιμο ανάπηρο πολίτη της Δημοκρατίας ο οποίος, εκ γενετής ή λόγω μεταγενέστερου γεγονότος είναι μερικώς ή πλήρως ανάπηρος, νοουμένου ότι η αναπηρία του προέρχεται από σοβαρή παραμόρφωση ή σοβαρό ακρωτηριασμό των κάτω άκρων, ή από μυοπάθεια, παραπληγία, τετραπληγία ή από οποιαδήποτε άλλη συναφή αιτία

“Εκπαιδευμένος τηλεφωνητής” σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει δίπλωμα εκπαίδευσης στην τηλεφωνική το οποίο παραχωρείται από τη Σχολή Τυφλών Άγιος Βαρνάβας και φέρει βεβαίωση του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής αυτής ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς του Νόμου αυτού

“Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου” σημαίνει κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημόσιου δικαίου που ιδρύθηκε ή ιδρύεται με νόμο για το δημόσιο συμφέρον των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία, σε περίπτωση δε που η επιχείρηση ασκείται αποκλειστικά από τέτοιο νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, εφόσο η διοίκηση του τελεί κάτω από τον έλεγχο της Δημοκρατίας

“Παγκύπρια Οργάνωση Τυφλών” σημαίνει την εγγεγραμμένη στην Κύπρο οργάνωση των τυφλών.

“Τυφλός” σημαίνει πρόσωπο του οποίου η οπτική οξύτητα και μετά τη χρησιμοποίηση διορθωτικών φακών δεν υπερβαίνει τα 6/60 της κανονικής όρασης στο καλύτερο μάτι.

(2) Οι όροι που δεν ορίζονται διαφορετικά στο Νόμο αυτό έχουν την έννοια την οποία τους αποδίδουν οι περί Δημοσίας Υπηρεσίας και περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμοι.