14.-(1) Εάν εγγεγραμμένος νοσηλευτής, εγγεγραμμένη μαία ή κάτοχος ειδικής αδείας καταδικασθή δι’ οιονδήποτε ποινικόν αδίκημα όπερ, κατά την γνώμην του Συμβουλίου, ενέχει ηθικήν αισχρότητα ή είναι, κατά την γνώμην του Συμβουλίου, ένοχος επονειδίστου ή ανεντίμου ή ασυμβιβάστου προς το επάγγελμα διαγωγής, το Συμβούλιον δύναται-
(α) να διατάξη την διαγραφήν του ονόματος του εκ του οικείου Μητρώου ή του δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 23 τηρουμένου καταλόγου
(β) να απαγορεύση την άσκησιν του επαγγέλματος του νοσηλευτή ή της μαίας διά χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον το εν έτος
(γ) να διατάξη τον νοσηλευτή ή την μαίαν να καταβάλη οιονδήποτε ποσόν μη υπερβαίνον τας πεντακοσίας λίρας
(δ) να επιπλήξη τον νοσηλευτής ή την μαίαν.
(2) Η έναρξις της διαδικασίας προς επιβολήν οιασδήποτε των εν τω εδαφίω (1) προνοουμένων ποινών δύναται να γίνη-
(α) υπό του Συμβουλίου αυτεπαγγέλτως
(β) υπό του Συμβουλίου του Παγκυπρίου Συνδέσμου Νοσηλευτών και Μαιών
(γ) τη αιτήσει, κατόπιν αδείας του Συμβουλίου, οιουδήποτε προσώπου έχοντος παράπονον εκ της διαγωγής του νοσηλευτή ή της μαίας.
(3) Το Συμβούλιον εν τη διεξαγωγή ερεύνης δυνάμει του παρόντος άρθρου κέκτηται τας αυτάς εξουσίας και διεξάγει ταύτην κατά τον αυτόν ως έγγιστα τρόπον ως δικαστήριον συνοπτικής διαδικασίας.
(4) Πάσα απόφασις του Συμβουλίου εν τη ενασκήσει της πειθαρχικής δικαιοδοσίας του θα λογίζηται ως διάταγμα δικαστηρίου ασκούντος συνοπτικήν διαδικασίαν και θα εκτελήται κατά τον αυτόν τρόπον ως και διάταγμα του δικαστηρίου τούτου.
(5) Εις το Συμβούλιον, κατά την ενάσκησιν της πειθαρχικής δικαιοδοσίας του, μετέχει πρόσωπον έχον νομικήν κατάρτισιν οριζόμενον υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας.