15.-(1) Όποιος παραλαμβάνει περιουσία ή δέχεται μεταβίβαση περιουσίας οποιασδήποτε φύσεως από πρόσωπο το οποίο σε γνώση του είναι άτομο με νοητική αναπηρία, ανεξάρτητα αν αυτό έχει περιληφθεί ή όχι στους καταλόγους που ετοιμάζει η Επιτροπή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (3).
(2) Όποιος έχει υπό τη φροντίδα και μεριμνά το άτομο με νοητική αναπηρία ανεξάρτητα αν η εν λόγω φροντίδα ή μέριμνα αναλήφθηκε δυνάμει διορισμού του ως κηδεμόνα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 13 ή δυνάμει σύμβασης ή επιβλήθηκε σ’ αυτόν δια νόμου ή έχει αναφυεί λόγω συγγένειας ή λόγω οικειοθελούς πράξης του και εσκεμμένα:
(α) Παραλείπει, παραμελεί ή αρνείται να το εφοδιάσει με τα απαραίτητα χρειώδη για άνετη και υγιή διαβίωση
(β) κακομεταχειρίζεται αυτό
(γ) αρνείται να επιτρέψει σε οποιοδήποτε αρμόδιο λειτουργό την επιθεώρηση του χώρου και συνθηκών διαβίωσης ή εργασίας του εν λόγω ατόμου με νοητική αναπηρία,
διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (3).
(3) Πρόσωπο το οποίο καταδικάζεται για αδίκημα κατά παράβαση των προνοιών του παρόντος άρθρου, υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι 2 ετών ή σε πρόστιμο μέχρι (2,000 ή και στις δύο ποινές.Το Δικαστήριο στην περίπτωση καταδίκης για αδικήματα κατά παράβαση του εδαφίου (1) κέκτηται πρόσθετη εξουσία:
(α) Να διατάξει την ακύρωση οποιασδήποτε μεταβίβασης περιουσίας και την επαναμεταβίβαση ή την επιστροφή περιουσίας που έχει γίνει ή έχει παραληφθεί κατά παράβαση των προνοιών του εδαφίου αυτού στον εν λόγω άτομο με νοητική αναπηρία, και
(β) άνευ επηρεασμού άλλων νομοθετημάτων, διατάξεων και άλλων δικαιωμάτων τα οποία δυνατόν το άτομο με νοητική αναπηρία να έχει, να διατάξει την καταβολή αποζημιώσεων μέχρι του ποσού το οποίο το Δικαστήριο στην ενάσκηση της ποινικής του δικαιοδοσίας δύναται να διατάξει με βάση τις πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου ή άλλου νόμου ο οποίος θα τροποποιούσε ή αντικαθιστούσε αυτόν.