8.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η Αρχή Αδειών μπορεί να ανακαλεί ή αναστέλλει τη δυνάμει του άρθρου 6 χορηγούμενη άδεια για ένα οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(α) Αν η χορήγηση ή ανανέωση της σχετικής άδειας έχει εξασφαλισθεί κατόπιν δόλου, ψευδούς δήλωσης ή απόκρυψης ουσιώδους γεγονότος εν γνώσει του αδειούχου γενομένης·
(β) αν ο αδειούχος καταδικαστεί για αδίκημα, δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα, το οποίο κατά την κρίση της Αρχής Αδειών μαρτυρεί ανικανότητα ή ακαταλληλότητα στην προσήκουσα εκτέλεση των επαγγελματικών του καθηκόντων·
(γ) αν, κατά την άσκηση της πειθαρχικής της δικαιοδοσίας, η Αρχή Αδειών ήθελε βρει τον αδειούχο ένοχο πειθαρχικού αδικήματος, όπως καθορίζεται στους Κανονισμούς·
(δ) αν ο αδειούχος παύσει να πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 6.
(2) Καμιά άδεια δεν ανακαλείται ή αναστέλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), εκτός αν δοθεί στον αδειούχο προειδοποίηση δύο εβδομάδων για τη σκοπούμενη ανάκληση ή αναστολή, στην οποία να αναφέρονται λεπτομερώς οι λόγοι της ανάκλησης ή αναστολής, και παρασχεθεί σ’ αυτόν η δυνατότητα να υποβάλει γραπτώς λόγους αντικρούοντες την ενέργεια αυτή.
(3) Η ισχύς της επαγγελματικής άδειας οδηγού ανακαλείται ή αναστέλλεται αυτόματα και στην ίδια έκταση αν και εφόσον ο κάτοχος αυτής ήθελε στερηθεί με οποιοδήποτε τρόπο—
(α) Του δικαιώματος να κατέχει άδεια οδήγησης, ή
(β) του δικαιώματος να κατέχει επαγγελματική άδεια, είτε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου είτε από αρμόδιο δικαστήριο.
(4) Σε περίπτωση ανάκλησης ή αναστολής επαγγελματικής άδειας οδηγού που αποφασίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο κάτοχος αυτής οφείλει χωρίς καθυστέρηση να την επιστρέψει στην Αρχή Αδειών μη δικαιούμενος σε επιστροφή οποιωνδήποτε σχετικών με αυτή καταβληθέντων τελών· αν ο κάτοχος τέτοιας άδειας παραλείψει να την επιστρέψει, όπως προβλέπεται ανωτέρω, η άδεια μπορεί να κατασχεθεί και επιστραφεί στην Αρχή Αδειών από οποιοδήποτε Ελεγκτή ή αστυνομικό με στολή.