7Α.-(1) Κάθε αστυνομικός ή λειτουργός του Τμήματος Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών που έχει εξουσία εφαρμογής του παρόντος Νόμου, μπορεί να ρυθμίζει εξώδικα ορισμένα αδικήματα που διαπράττονται κατά παράβαση του Νόμου και των δυνάμει τούτου εκδιδόμενων Κανονισμών. Τα αδικήματα που μπορούν να ρυθμίζονται εξώδικα και τα ποσά που θα καταβάλλονται για τους σκοπούς της εξώδικης ρύθμισης, καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Για τους σκοπούς της εξώδικης ρύθμισης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ο αστυνομικός ή ο λειτουργός επιδίδει στο πρόσωπο που πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα σχετική ειδοποίηση στην οποία καθορίζεται το αδίκημα και ο χρόνος της διάπραξής του καθώς επίσης το χρηματικό ποσό που το πρόσωπο αυτό καλείται να καταβάλει.
(3) Εάν η πράξη ή η παράλειψη την οποία ο αστυνομικός ή ο λειτουργός θεωρεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) ότι συνιστά αδίκημα, δεν τερματιστεί σύμφωνα με τις οδηγίες του εντός σαράντα οκτώ ωρών, τότε για κάθε μέρα που η πράξη ή η παράλειψη συνεχίζεται ή επαναλαμβάνεται, θα θεωρείται ότι διαπράττεται νέο αδίκημα του οποίου ο αστυνομικός ή ο λειτουργός μπορεί, είτε να προβαίνει σε ξεχωριστή εξώδικη ρύθμιση, όπως προβλέπεται στα εδάφια (1) ή (2), είτε να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(4) Κάθε ποσό που καταβάλλεται με βάση τα εδάφια (1) ή (2), θεωρείται χρηματική ποινή που επιβλήθηκε λόγω καταδίκης για το σχετικό αδίκημα.
(5) Με την καταβολή του ποσού που αναφέρεται πιο πάνω, ο αστυνομικός ή ο λειτουργός εκδίδει σχετική απόδειξη στο πρόσωπο που το καταβάλλει, στην οποία αναγράφονται και τα εξής:
(α) Το όνομα του προσώπου που πιστεύεται ότι διέπραξε το αδίκημα·
(β) συνοπτική αναφορά του αδικήματος·
(γ) ο τόπος και η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος· και
(δ) το ποσό που καταβλήθηκε.
(6) Εάν το χρηματικό ποσό που αναφέρεται στα εδάφια (1) ή (3) καταβληθεί πριν από την πάροδο δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης, ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με τη διάπραξη του σχετικού αδικήματος.
(7) Μετά την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού και την έκδοση της απόδειξης όπως αναφέρεται πιο πάνω, δε χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία σχετικά με το αδίκημα και η προσαγωγή στο Δικαστήριο της απόδειξης που αναφέρεται στο εδάφιο (5) αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σ΄ αυτή και συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου.
(8) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, δεν θεωρείται ως καταδίκη. Σε περίπτωση, όμως, καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου παρόμοιου αδικήματος, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής.