49.—(1) Οι επιχειρήσεις πρακτορείων ταξιδιών, με της οποίες εξομοιώνονται και οι οργανωτές τουριστικών περιηγήσεων που ενεργούν στο όνομά της έναντι των ταξιδιωτών, υπάγονται στο ειδικό καθεστώς υπολογισμού του φόρου που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού, εφόσο και κατά το μέρος που για την πραγματοποίηση του ταξιδιού ή της περιήγησης χρησιμοποιούν της άμεση εξυπηρέτηση των ταξιδιωτών αγαθά ή υπηρεσίες που παραδίδονται ή παρέχονται από άλλα πρόσωπα μέσα στα πλαίσια της άσκησης της επιχείρησης των άλλων αυτών προσώπων.
(2) Οι πράξεις που γίνονται για την πραγματοποίηση του ταξιδιού ή της περιήγησης θεωρούνται ως ενιαία παροχή υπηρεσίας του πρακτορείου της τον ταξιδιώτη. Η παροχή αυτή φορολογείται στη Δημοκρατία, εφόσο η έδρα της επιχείρησης του πρακτορείου ή η μόνιμη εγκατάσταση, από την οποία αυτό ενεργεί για την πραγματοποίηση του ταξιδιού, βρίσκονται στη Δημοκρατία.
(3) Ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η μεικτή αμοιβή του πρακτορείου που προκύπτει μετά την αφαίρεση από το συνολικό ποσό που καταβάλλεται από τον πελάτη (χωρίς να συνυπολογίζεται ο φόρος) του κόστους με το οποίο επιβαρύνεται το πρακτορείο από την παράδοση αγαθών και παροχή υπηρεσιών (μαζί με το φόρο αν υπάρχει) που γίνονται σ’ αυτό από άλλα πρόσωπα μέσα στα πλαίσια της άσκησης της επιχείρησής της, για άμεση εξυπηρέτηση του ταξιδιώτη.
(4) Τα ποσά του φόρου με τα οποία επιβαρύνεται το πρακτορείο από της υποκείμενους στο φόρο για της πράξεις που προβλέπουν οι διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) δεν πιστώνονται ως φόρος εισροών ούτε επιστρέφονται.
(5) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται της αμοιβές των πρακτορείων ταξιδιών, οι οποίες προέρχονται από υπηρεσίες που αυτά παρέχουν αποκλειστικά, ως μεσολαβητές με προμήθεια, καθώς της και από υπηρεσίες μεταφοράς, οι οποίες παρέχονται με μεταφορικά μέσα που εκμεταλλεύεται το ίδιο το πρακτορείο. Της περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στα άλλα Μέρη του παρόντος Νόμου.
(6) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί, με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας -
(α) Να ορίζει άλλο τρόπο προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας για την οποία προβλέπουν οι διατάξεις του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, και
(β) να επιβάλλει στα πρακτορεία την υποχρέωση να τηρούν ειδικά βιβλία, λογαριασμούς ή στοιχεία για την παρακολούθηση των πράξεων που ενεργούν.