14.—(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο με βάση την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 13 υποχρεούται να εγγραφεί μετά το τέλος οποιασδήποτε φορολογικής περιόδου, οφείλει να ειδοποιήσει τον Έφορο για την υποχρέωσή του αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το τέλος της εν λόγω φορολογικής περιόδου και ο Έφορος προβαίνει στην εγγραφή του, είτε έχει ειδοποιηθεί από το πρόσωπο αυτό είτε μη, και η εγγραφή αρχίζει να ισχύει από το τέλος του μήνα στον οποίο η τριακοστή ημέρα ανήκει, ή από οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη ημερομηνία που θα συμφωνηθεί μεταξύ του Εφόρου και του προσώπου αυτού.
(2) Κάθε πρόσωπο το οποίο με βάση την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 13 υποχρεούται να εγγραφεί λόγω της αξίας των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών ή των φορολογητέων παροχών υπηρεσιών τις οποίες πρόκειται να πραγματοποιήσει σε οποιαδήποτε μελλοντική περίοδο, οφείλει να ειδοποιήσει τον Έφορο για την υποχρέωσή του αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την έναρξη της περιόδου αυτής και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου ο Έφορος προβαίνει στην εγγραφή του εν λόγω προσώπου, είτε έχει ειδοποιηθεί από το πρόσωπο αυτό είτε μη, και η εγγραφή αρχίζει να ισχύει μετά το τέλος της περιόδου των τριάντα (30) ημερών, ή από οποιαδήποτε προηγούμενη ημερομηνία η οποία θα συμφωνηθεί μεταξύ του Εφόρου και του προσώπου αυτού.
(3) Εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι η αξία των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών ή φορολογητέων παροχών υπηρεσιών τις οποίες το εν λόγω πρόσωπο πρόκειται να πραγματοποιήσει τις πρώτες τριάντα (30) ημέρες της φορολογικής περιόδου θα υπερβεί το ποσό των £12,000 ο Έφορος μπορεί, εάν κρίνει σκόπιμο, να τον εγγράψει και η εγγραφή του να ισχύει από την αρχή της εν λόγω περιόδου.