18.—(1) Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος Μέρους, εάν οποιοδήποτε πρόσωπο που πραγματοποιεί ή προτίθεται να πραγματοποιήσει φορολογητέες παραδόσεις αγαθών ή φορολογητέες παροχές υπηρεσιών και υποχρεούται να εγγραφεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμο», ικανοποιεί τον Έφορο ότι όλες ή το μεγαλύτερο μέρος από αυτές φορολογούνται με φορολογικό συντελεστή μηδέν τοις εκατόν (0%) ή θα φορολογούντο με το συντελεστή αυτό εάν τα ίδιο ήταν υποκείμενο στο φόρο πρόσωπα, τότε ο Έφορος μπορεί, εάν το θεωρεί σκόπιμο και εφόσο υποβληθεί σχετική αίτηση από το πρόσωπο αυτό, να προβεί σε εξαίρεσή του από την υποχρέωσή του για εγγραφή, και η εξαίρεση ισχύει μέχρις ότου ο Έφορος κρίνει ότι δεν πρέπει να ενεργεί πλέον με βάση την υποβληθείσα αίτηση, ή ότι η αίτηση αποσύρθηκε.
(2) Όταν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στη φύση των παραδόσεων αγαθών ή των παροχών υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από το εξαιρούμενο από την εγγραφή πρόσωπο δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, τότε το εν λόγω» πρόσωπο οφείλει να ειδοποιήσει τον Έφορο για την αλλαγή αυτή-
(α) Το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα που επήλθε η εν λόγω αλλαγή, ή
(β) αν δεν υπάρχει συγκεκριμένη ημέρα κατά την οποία επήλθε η αλλαγή, το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από το τέλος της φορολογικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας επήλθε η εν λόγω αλλαγή.
(3) Όταν υπάρχει σημαντική αλλαγή σε οποιαδήποτε φορολογική περίοδο σε ότι αφορά την αναλογία των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών ή παροχών υπηρεσιών που φορολογούνται με φορολογικό συντελεστή μηδέν τοις εκατόν (0%) τότε το εν λόγω πρόσωπο οφείλει να ειδοποιήσει τον Έφορο για την αλλαγή αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το τέλος της φορολογικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας επήλθε η εν λόγω αλλαγή.