4.-(1) Οποιοσδήποτε αστυνομικός ή εξουσιοδοτημένος υπάλληλος της αρμόδιας αρχής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι πρόσωπο διαπράττει ή διέπραξε αδίκημα κατά παράβαση του παρόντος Νόμου μπορεί να του επιδώσει έγγραφη ειδοποίηση, παρέχοντας του την ευκαιρία να απαλλαγεί από το εν λόγω αδίκημα με την καταβολή προστίμου ύψους τριάντα λιρών και, αν το εν λόγω πρόστιμο καταβληθεί πριν από την πάροδο δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης, δε χωρεί ποινική δίωξη.
Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου αρμόδια αρχή σημαίνει και εξουσιοδοτημένο υπάλληλο του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων.
(2) Δεν ασκείται ποινική δίωξη εναντίον προσώπου στο οποίο επιδόθηκε ειδοποίηση δυνάμει του παρόντος Νόμου για αδίκημα που διέπραξε πριν από την πάροδο δεκαπέντε ημερών από την έκδοση της ειδοποίησης.
(3) Το πρόστιμο καταβάλλεται στα γραφεία της αρμόδιας αρχής που αναφέρεται στην ειδοποίηση και λογίζεται ως πρόστιμο που επιβλήθηκε ύστερα από καταδίκη για το εν λόγω αδίκημα.
(4) Ο υπάλληλος στον οποίο καταβάλλεται το πρόστιμο εκδίδει πιστοποιητικό αναφορικά με την καταβολή και το εν λόγω πιστοποιητικό αποτελεί απόδειξη σε κάθε ποινική διαδικασία σχετικά με τα γεγονότα που αναφέρονται σ’ αυτό.
(5) Η ειδοποίηση που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου αναφέρει:
(α) Το αδίκημα που φέρεται ότι διαπράχθηκε.
(β) Σε συντομία κάθε στοιχείο του αδικήματος που κρίνεται αναγκαίο.
(γ) Την περίοδο μέσα στην οποία πρέπει να καταβληθεί το πρόστιμο, ώστε να μην ασκηθεί ποινική δίωξη.
(δ) Τον τόπο στον οποίο πρέπει να καταβληθεί το πρόστιμο.
(6) Η εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος και η καταβολή προστίμου δεν αποτελούν καταδίκη.