6Α.(1) Η παραβίαση δικαιώματος που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή και τα Πρωτόκολλά της που κυρώθηκαν από τη Δημοκρατία λόγω της εφαρμογής πρόνοιας του παρόντος Νόμου, είναι αγώγιμη.
(2) Πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι λόγω της εφαρμογής πρόνοιας του παρόντος Νόμου στη δική του περίπτωση παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα που κατοχυρώνει η πιο πάνω Σύμβαση ή και τα Πρωτόκολλά της, δικαιούται, εάν απορριφθεί σχετικό αίτημά του στον Υπουργό, να προσφύγει στο επαρχιακό δικαστήριο με αγωγή κατά της Δημοκρατίας και του Κηδεμόνα για την κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση και να αξιώσει για την παραβίαση τις θεραπείες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο:
(4) Σε περίπτωση που σε αγωγή δυνάμει τoυ παρόντος άρθρου το δικαστήριο κρίνει ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του ενάγοντα αυτός δικαιούται σε:
(α) Αποζημιώσεις για τυχόν χρηματική ζημιά, απώλεια, έξοδα και δαπάνες που έχει αποδεδειγμένα υποστεί λόγω της παραβίασης,
(β) αποζημιώσεις για ζημιά ή βλάβη μη χρηματικής φύσης που έχει υποστεί λόγω της παραβίασης,
(γ) δικηγορικά έξοδα που αποδεδειγμένα έχει υποστεί λόγω της παραβίασης,
(δ) έκδοση δεσμευτικού διατάγματος αναγνώρισης δικαιώματος δυνάμει του περί Δικαστηρίων Νόμου,
(ε) οποιαδήποτε άλλη θεραπεία που το δικαστήριο έχει εξουσία να αποδώσει κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας δυνάμει του περί Δικαστηρίων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου ή του ισχύοντος δικαίου.
(5) Για τη διαπίστωση της ζημιάς που οφείλεται στην παραβίαση κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (4) και τον υπολογισμό και απόδοση των δυνάμει του εν λόγω εδαφίου αποζημιώσεων, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για το σκοπό αυτό από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως προκύπτουν από την εκάστοτε νομολογία του σε υποθέσεις παραβίασης του σχετικού δικαιώματος που κατοχυρώνει η πιο πάνω Σύμβαση ή και τα Πρωτόκολλά της.
(6) Σε περίπτωση που σε αγωγή δυνάμει του παρόντος άρθρου το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα για την απόδοση στον ενάγοντα περιουσίας που τελεί υπό καθεστώς διαχείρισης, ο Κηδεμόνας και ο νόμιμος κάτοχος της περιουσίας δικαιούνται στην αγωγή με αντίστοιχη σχετική ανταπαίτησή τους κατά του ενάγοντα, σε οποιαδήποτε ποσά εξόδων που αποδεδειγμένα έχει ο καθένας τους υποστεί για επιδιορθώσεις, βελτιώσεις, αναπτύξεις, οικοδομήσεις και μετατροπές που επέφερε στην περιουσία δυνάμει του παρόντος Νόμου:
(7) Σε περίπτωση που για σκοπούς συμμόρφωσης με δικαστική απόφαση σε αγωγή δυνάμει του παρόντος άρθρου ο Κηδεμόνας αποφασίζει την άρση της διαχείρισης τουρκοκυπριακής περιουσίας, τότε δικαιούται αυτός με αγωγή κατά του ιδιοκτήτη υπέρ του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω δικαστική απόφαση, ή κατά των κληρονόμων ή διαδόχων του στον τίτλο, ανάλογα με την περίπτωση, σε οποιαδήποτε ποσά εξόδων που αποδεδειγμένα είχε υποστεί για επιδιορθώσεις, βελτιώσεις, αναπτύξεις, οικοδομήσεις και μετατροπές που επέφερε στην περιουσία δυνάμει του παρόντος Νόμου ενόσω τελούσε υπό καθεστώς διαχείρισης: