8.-(1) Όταν ο Επίτροπος διεξάγει έρευνα σύμφωνα με το Νόμο αυτό παρέχει την ευκαιρία σε οποιαδήποτε αρμόδια υπηρεσία ή λειτουργό ή άλλο πρόσωπο, το οποίο φέρεται ότι έχει ενεργήσει ή εξουσιοδοτήσει τη σχετική ενέργεια, να σχολιάσει οποιοδήποτε ισχυρισμό σχετικά με την ενέργεια αυτή.
(2) Αν σε οποιοδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια της έρευνας ο Επίτροπος κρίνει ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν την υποβολή εκθέσεως ή συστάσεως από αυτόν η οποία δυνατό να επηρεάσει δυσμενώς οποιαδήποτε υπηρεσία ή λειτουργό ή άλλο πρόσωπο, ο Επίτροπος οφείλει να παράσχει σ’ αυτούς την ευκαιρία ν’ ακουστούν.
(3) Αν σε οποιοδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια της έρευνας ή ύστερα από αυτή ο Επίτροπος κρίνει ότι δυνατό να έχει διαπραχθεί ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα από οποιοδήποτε λειτουργό, ο Επίτροπος οφείλει να αναφέρει το ζήτημα στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή στην αρμόδια αρχή, ανάλογα με την περίπτωση, για τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων.
(4) Οι διεξαγόμενες από τον Επίτροπο σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού έρευνες δε θα είναι δημόσιες.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, η διαδικασία που θα τηρείται κατά τη διεξαγωγή μιας έρευνας θα είναι αυτή που ο Επίτροπος θεωρεί πρέπουσα σύμφωνα με τις περιστάσεις της υποθέσεως και, άνευ βλάβης της γενικότητας της διατάξεως αυτής, ο Επίτροπος έχει εξουσία όπως, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, λαμβάνει πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και με οποιοδήποτε τρόπο κρίνει αυτός ορθό, δύναται δε ν’ αποφασίσει αν ένα πρόσωπο δικαιούται να εκπροσωπηθεί με δικηγόρο ή διαφορετικά.
(6) Η διεξαγωγή μιας έρευνας σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού δεν επηρεάζει οποιαδήποτε ενέργεια που έχει γίνει από την αρμόδια υπηρεσία ή οποιαδήποτε εξουσία ή καθήκον της να ερευνήσει περαιτέρω οποιοδήποτε ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, όλες οι υπηρεσίες υποχρεούνται όπως, αν τους ζητηθεί τούτο από τον Επίτροπο, παρέχουν κάθε συνδρομή στο επιτελούμενο από αυτόν έργο.