2. Στov παρόvτα Νόμo, εκτός αv από τo κείμεvo πρoκύπτει διαφoρετική έvvoια-
"ακίvητo" έχει τηv έvvoια πoυ απoδίδεται στov όρo αυτό από τov περί Επιτρόπωv Νόμo·
"αντικείμενο κατά κρίση εμπιστεύματος" σημαίνει, νομικό ή φυσικό πρόσωπο, το οποίο αποτελεί μέρος της τάξης των προσώπων, στα οποία μπορεί να γίνει διανομή σύμφωνα με κατά κρίση εμπίστευμα ή βάσει εξουσίας που βασίζεται στη διακριτική ευχέρεια του επιτρόπου ή του φορέα της εξουσίας˙
"απόφαση" σημαίνει οποιαδήποτε δικαστική απόφαση ή απόφαση στο πλαίσιο διαιτησίας, την οποία εκδίδει δικαστήριο ή διαιτητής ή διοικητικό όργανο σε οποιοδήποτε χώρα, ανεξαρτήτως της ονομασίας που μπορεί να αποδίδεται σε οποιαδήποτε τέτοια απόφαση, περιλαμβανομένου διατάγματος, απόφασης, διαταγής εντάλματος εκτελέσεως καθώς και καθορισμού δικαστικής δαπάνης ή εξόδων του δικαστηρίου ή διαιτησίας από το δικαστήριο ή το διαιτητή˙
"Δημoκρατία" σημαίvει τη Δημoκρατία της Κύπρoυ·
"διάθεση" σημαίνει οποιαδήποτε διάθεση ή αριθμό διαθέσεων που λαμβάνουν χώραν με οποιοδήποτε τρόπο και περιλαμβάνει οποιαδήποτε συναλλαγή, δώρο, χορηγία ή μεταβίβαση περιουσίας οποιασδήποτε φύσεως˙
"δικαιούχος" σημαίνει, νομικό ή φυσικό πρόσωπο περιλαμβανομένου και προσώπου που δεν έχει ακόμη γεννηθεί κατά την ημερομηνία σύστασης του εμπιστεύματος ή μέρος τάξης προσώπων, τα οποία έχουν δικαίωμα ή συμφέρον σε περιουσία που υπόκειται σε εμπίστευμα˙
"δικαίωμα σε κληρονομιά" σημαίνει οποιοδήποτε δικαίωμα, αξίωση ή συμφέρον δημιουργείται σύμφωνα με το δίκαιο οποιασδήποτε δικαιοδοσίας, άλλης από τη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας αναφορικά με, ή εναντίον περιουσίας οποιουδήποτε προσώπου που δημιουργείται, προκύπει ή υφίσταται ως συνέπεια ή σε αναμονή θανάτου προσώπου, εξαιρουμένου του δικαιώματος, αξίωσης ή συμφέροντος, το οποίο δημιουργείται με διαθήκη ή που προκύπτει από οποιαδήποτε άλλη οικειοθελή διάθεση από το πρόσωπο αυτό ή που προκύπτει από ρητό περιορισμό της διαθέσεως της περιουσίας στο πρόσωπο αυτό˙
"διεθvές εμπίστευμα" σημαίνει εμπίστευμα, του οποίου:
(α) Ο εμπιστευματοπάροχος, είτε φυσικό είτε νομικό πρόσωπο, δεν είναι κάτοικος της Δημοκρατίας κατά το ημερολογιακό έτος, το οποίο προηγείται του έτους δημιουργίας του εμπιστεύματος˙
(β) ο ένας τουλάχιστον από τους εκάστοτε επιτρόπους καθ' όλη τη διάρκεια του εμπιστεύματος είναι κάτοικος της Δημοκρατίας˙ και
(γ) κανένας από τους δικαιούχους, είτε φυσικό είτε νομικό πρόσωπο, με εξαίρεση αγαθοεργό ίδρυμα, δεν είναι κάτοικος της Δημοκρατίας κατά το ημερολογιακό έτος, το οποίο προηγείται του έτους δημιουργίας του εμπιστεύματος:
Νοείται ότι, ο όρος «κάτοικος της Δημοκρατίας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους, του 2002 έως (Αρ. 2) του 2011:
"Δικαστήριo" σημαίvει τov Πρόεδρo Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ ή Αvώτερo Επαρχιακό Δικαστή της επαρχίας όπoυ oι επίτρoπoι ή o επίτρoπoς τoυ διεθvoύς εμπιστεύματoς ή oπoιoσδήπoτε από αυτoύς πoυ διαμέvει στη Δημoκρατία έχoυv τηv κατoικία τoυς·
"εμπίστευμα" έχει τηv έvvoια πoυ απoδίδεται στov όρo αυτό από τov περί Επιτρόπωv Νόμo και περιλαμβάvει και τo καταπίστευμα·
"εμπίστευμα σκoπoύ" (purpose trust) ή "εμπίστευμα για σκoπό" (trust for a purpose) σημαίvει εμπίστευμα εκτός από-
(α) Εμπίστευμα με δικαιoύχoυς συγκεκριμέvα φυσικά ή voμικά πρόσωπα αμέσως διακριβωvόμεvα ή μη, και
(β) εμπίστευμα με δικαιoύχoυς σύvoλo συγκεκριμέvωv φυσικώv ή voμικώv πρoσώπωv τα oπoία διακριβώvovται με αvαφoρά σε κάπoια πρoσωπική σχέση ή συγγέvεια·
"εμπιστευματοπάροχος" σημαίνει, νομικό ή φυσικό πρόσωπο, το οποίο παραχωρεί περιουσία εμπιστεύματος ή προβαίνει σε διάθεση για σκοπούς διαθήκης υπό όρους εμπιστεύματος ή σε εμπίστευμα˙
"επιθεωρητής εφαρμογής εμπιστέυματος" σημαίνει πρόσωπο ή πρόσωπα, το καθήκον των οποίων είναι η διασφάλιση της εκτέλεσης διεθνούς εμπιστεύματος για μη αγαθεργό σκοπό σύμφωνα με το εδάφιο 7(3)˙
επίτροπος σημαίνει νομικό ή φυσικό πρόσωπο, το οποίο κατέχει ή στο οποίο έχει μεταβιβασθεί ή εξυπακούεται ότι κατέχει ή ότι του έχει μεταβιβασθεί ή αναμένεται να του παραδοθεί η κατοχή ή να του μεταβιβασθεί περιουσία εμπιστεύματος για να την κατέχει:
(α) προς όφελος δικαιούχου ανεξαρτήτως εάν ο επίτροπος είναι και δικαιούχος του εμπιστεύματος)˙ και/ή
(β) για οποιοδήποτε σκοπό, όχι αποκλειστικά προς όφελος του επιτρόπου.
"περιουσία εμπιστεύματος" σημαίνει περιουσία που κατά τη σχετική χρονική περίοδο κατέχεται από εμπίστευμα˙
"πιστωτής" σημαίνει οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα, στα οποία ο εμπιστευματοπάροχος οφείλει χρέος ή έχει άλλη υποχρέωση κατά τη χρονική στιγμή της δημιουργίας του εμπιστεύματος ή της διάθεσης της περιουσίας στο εμπίστευμα˙
"προστάτης" σημαίνει πρόσωπο άλλο από τον επίτροπο, στο οποίο εκχωρούνται οποιασδήποτε φύσεως εξουσίες από το έγγραφο που δημιουργεί ή που τεκμηριώνει το εμπίστευμα, περιλαμβανομένης της εξουσίας να συμβουλεύει τον επίτροπο αναφορικά με την άσκηση των εξουσιών του ή αναφορικά με το δικαίωμα του επιτρόπου σε συγκατάθεση ή σε αρνησικυρία (veto) και περιλαμβάνει την εξουσία διορισμού ή ακύρωσης του διορισμού του επιτρόπου˙
πρόθεση καταδολίευσης σημαίνει την πρόθεση ενός εμπιστευματοπαρόχου να αποφεύγει κακόπιστα υποχρέωση που οφείλεται σε πιστωτή˙
προσωπική σχέση περιλαμβάνει όλες τις μορφές σχέσης εξ' αίματος ή εξ αγχιστείας, περιλαμβανομένου νυν ή προηγούμενου γάμου και οποιαδήποτε μορφή συμβίωσης και ειδικότερα προσωπική σχέση μεταξύ δύο προσώπων, εάν-
(α) το ένα είναι τέκνο του άλλου, φυσικό ή υιοθετημένο, ανεξαρτήτως εάν η πατρότητα ή η υιοθεσία τυγχάνει αναγνώρισης ή όχι από ισχύοντα στη Δημοκρατία νόμο ή αλλού, αναγνωρισμένο ή εκτός γάμου·
(β) το ένα είναι συζευγμένο με το άλλο, ανεξαρτήτως εάν ο γάμος τυγχάνει αναγνώρισης ή όχι από ισχύοντα στη Δημοκρατία νόμο ή αλλού·
(γ) το ένα συζεί με το άλλο ή από τη συμπεριφορά του προς το άλλο πρόσωπο προκύπτουν, σε οποιαδήποτε δικαιοδοσία, οποιαδήποτε δικαιώματα, υποχρεώσεις ή ευθύνες ανάλογες με αυτές που συνεπάγεται η σχέση γονέα και τέκνου ή συζύγων μεταξύ τους· ή
(δ) υπάρχουν προσωπικές σχέσεις μεταξύ οποιουδήποτε από τα πρόσωπα αυτά και κάποιου τρίτου προσώπου.
υποχρέωση σημαίνει οφειλή ή υποχρέωση που υπήρχε κατά ή πριν την ημερομηνία που έλαβε χώραν σχετική διάθεση και η οποία ήταν σε γνώση του προσώπου που μεταβιβάζει˙