Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

“ανάπηρος” σημαίνει άτομο, το οποίο πάσχει εκ γενετής ή λόγω μεταγενέστερου γεγονότος από μερική ή πλήρη σωματική ή διανοητική αναπηρία, η δε αναπηρία του προέρχεται από σοβαρή παραμόρφωση ή σοβαρό ακρωτηριασμό των άνω ή κάτω άκρων ή από μυοπάθεια, παραπληγία, τετραπληγία ή σοβαρή απώλεια της όρασης και στους δυο οφθαλμούς ή σοβαρή απώλεια της ακοής και στα δύο αυτιά, ή από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, ή από άλλη σοβαρή αιτία, οι οποίες προκαλούν ουσιώδη μείωση της σωματικής ή διανοητικής ικανότητας και επιτρέπουν σ’ αυτό να ασκεί μόνο περιορισμένο κύκλο βιοποριστικών επαγγελμάτων

“δεινοπαθών” σημαίνει άτομο, το οποίο λόγω έκτακτων κοινωνικών περιστατικών ή άλλων εξαιρετικών συμβάντων, έχει άμεση ανάγκη ειδικής μέριμνας ή οικονομικής ή άλλης βοήθειας, οι οποίες δεν παρέχονται ή δεν παρέχονται ικανοποιητικά από άλλο ισχύοντα νόμο

“επιτροπή”  σημαίνει την Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία ιδρύεται με το άρθρο 4 του παρόντος Νόμου

“ταμείο” σημαίνει το ειδικό Ταμείο, το οποίο ιδρύεται με το άρθρο 3 του παρόντος Νόμου

“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.