20.-(1) Σε κάθε διαδικασία διώξεως για ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος νόμου και ονομαστικά σύμφωνα με τα άρθρα 5(5)(γ) και (δ), 6(4)(γ), 7(2)(β), 9(2) και 10, αποτελεί με βάση το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, υπεράσπιση για το κατηγορούμενο πρόσωπο να αποδείξει-
(α) Ότι η διάπραξη του ποινικού αδικήματος οφειλόταν σε λάθος ή σε εμπιστοσύνη σε πληροφορίες που δόθηκαν σ’ αυτόν, ή σε ενέργεια ή παράλειψη άλλου προσώπου, ή σε ατύχημα, ή με κάποιο άλλο αίτιο πέραν του ελέγχου του και
(β) ότι αυτός πήρε όλες τις εύλογες προφυλάξεις και εξάσκησε όλη την επιβαλλόμενη επιμέλεια για αποφυγή της διάπραξης τέτοιου ποινικού αδικήματος από κάθε ευρισκόμενο κάτω από τον έλεγχο του πρόσωπο.
(2) Αν σε οποιαδήποτε περίπτωση η προβλεπόμενη από το εδάφιο (1) υπεράσπιση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η διάπραξη του ποινικού αδικήματος οφειλόταν στην ενέργεια ή παράλειψη άλλου προσώπου ή σε εμπιστοσύνη για πληροφορίες που παρασχέθηκαν από άλλο πρόσωπο, το κατηγορούμενο πρόσωπο, χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, δε θα δικαιούται να βασίζεται στην υπεράσπιση αυτή εκτός αν επτά τουλάχιστον ημέρες πριν την ακρόαση δώσει στον κατήγορο γραπτή ειδοποίηση που αναφέρει πληροφορίες για αναγνώριση ή για βοήθεια για αναγνώριση του άλλου προσώπου όπως αυτές ήσαν τότε στην κατοχή του.