20.—(1) Κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του, το Συμβούλιο δύναται να συνεργάζεται με αρμόδιες εποπτικές αρχές που έχουν ανάλογες αρμοδιότητες στην αλλοδαπή και να ανταλλάσσει με αυτές τις αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους πληροφορίες, νοουμένου ότι οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται στο κράτος που εδρεύουν οι αρχές αυτές από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.
(2) Οι παρασχεθείσες προς το Συμβούλιο κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού πληροφορίες είναι εμπιστευτικής φύσεως και απαγορεύεται η κοινοποίησή τους χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής της αλλοδαπής που τις ανακοίνωσε και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της.
(3) Η ανακοίνωση από το Συμβούλιο πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως σε αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δε συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.
(4) Σε περίπτωση αίτησης για εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο, που περιέχει το δικαίωμα συμμετοχής στο κεφάλαιο του εκδότη, από εκδότη που έχει την εγγεγραμμένη έδρα του σε άλλο κράτος-μέλος και, νοουμένου ότι οι σχετικοί τίτλοι έχουν ήδη εισαχθεί σε χρηματιστήριο αυτού του κράτους, το Συμβούλιο οφείλει να ενεργήσει σε σχέση με την αίτηση αυτή, μόνο αφού συμβουλευθεί τις αρμόδιες εποπτικές αρχές του κράτους-μέλους όπου βρίσκεται η εγγεγραμμένη έδρα του εκδότη.
(5) Όλα τα πρόσωπα που είναι ή έχουν διατελέσει Μέλη του Συμβουλίου ή που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα στο Χρηματιστήριο σχετική με τις αρμοδιότητές τους και όλα τα πρόσωπα που λαμβάνουν γνώση ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου—
(α) Έχουν υποχρέωση προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου·
(β) οφείλουν να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων τους·
(γ) οφείλουν να μη χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για προσπορισμό ωφέλειας είτε των ιδίων είτε τρίτων προσώπων, σχετιζομένων ή μη με την αγορά αξιών·
(δ) οφείλουν να μην κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές:
(6) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου συνιστά ποινικό αδίκημα, για το οποίο ο παραβάτης σε περίπτωση καταδίκης, τιμωρείται, με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 5.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές, και περαιτέρω προκειμένου περί δημόσιων υπαλλήλων, συνιστά και πειθαρχικό αδίκημα, για το οποίο ο παραβάτης τιμωρείται μέχρι και με απόλυσή του από τη δημόσια υπηρεσία.
(7) Πρόσωπο, που ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ευθύνεται επιπρόσθετα και για κάθε ζημιά που προσγίνεται σε τρίτους, ένεκα της πράξεως ή της παραλείψεως, που στοιχειοθετεί το αδίκημα.