5.-(1) Η θητεία του Συμβουλίου είναι τριετής:
Νοείται ότι ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος ή το μέλος δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να υποβάλει την παραίτηση του στον Υπουργό, ο οποίος έχει το δικαίωμα να αποφασίσει ότι την αποδέχεται ή όχι:
Νοείται επίσης ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη λήξη της θητείας του Συμβουλίου να τερματίσει το διορισμό του Προέδρου, ή/και του Αντιπροέδρου ή/και οποιουδήποτε μέλους, αν κατά την κρίση του συντρέχει λόγος που επιβάλλει την απομάκρυνση του από το Συμβούλιο.
(2) Kενή θέση στο Συμβούλιο πληρούται όπως προβλέπεται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 4, ανάλογα με την περίπτωση, και η θητεία του διοριζομένου λήγει με τη λήξη της θητείας του Συμβουλίου.
(3) Η χηρεία θέσεως του Συμβουλίου δεν επηρεάζει την εκγυρότητα των αποφάσεων του.
(4) Σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή προσωρινής αδυναμίας του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου ή άλλου μέλους να εκτελέσει τα καθήκοντα του, ο Υπουργός δύναται να διορίσει προσωρινά άλλο πρόσωπο σε αντικατάσταση του για όσο διάστημα διαρκεί η εν λόγω απουσία ή αδυναμία, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 4.
(5) Απαρτία σε συνεδρίαση του Συμβουλίου αποτελούν ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος και τέσσερα τουλάχιστο μέλη, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται με την πλειοψηφία των παρόντων μελών. Όταν υπάρχει ισοψηφία, έπειτα από δεύτερη ψηφοφορία, ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος που προεδρεύει, έχει και δεύτερη νικώσα ψήφο.
(6) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου το Συμβούλιο δύναται να ρυθμίζει τον τρόπο διεξαγωγής των εργασιών του, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σύγκληση των συνεδριάσεων του και τη σχετική ειδοποίηση, την ακολουθούμενη κατά τις συνεδριάσεις διαδικασία και την τήρηση και επικύρωση των πρακτικών.
(7) Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου λαμβάνουν αποζημίωση, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο:
Νοείται ότι η αποζημίωση που καθορίζεται για τον Πρόεδρο του Συμβουλίου είναι τέτοιου ύψους, που του επιτρέπει να ασκεί ουσιαστικά τα καθήκοντα του.
(8) Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου δε δύνανται να προσπορίζονται, αμέσως ή εμμέσως, οικονομικά οφέλη από συμβόλαια που συνάπτονται, συναλλαγές που γίνονται ή υπηρεσίες που προσφέρονται σε σχέση με τις ανάγκες του Οργανισμού.