3.-(1) Η υιοθεσία διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Η υιοθεσία συντελείται με διάταγμα του Δικαστηρίου που αναφέρεται ως "διάταγμα υιοθεσίας" και ύστερα από αίτηση που υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τύπο.
(3) Η αίτηση υιοθεσίας υποβάλλεται από πρόσωπο ή πρόσωπα, εφόσον-
(α) Ένα απ' αυτά είναι μόνιμος κάτοικος της Δημοκρατίας ή κατά τα αμέσως πριν από την υποβολή της αιτήσεως δύο χρόνια είχε τη διαμονή του στη Δημοκρατία και εφόσον ο υιοθετούμενος κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υιοθεσίας έχει τη διαμονή του στη Δημοκρατία:
Νοείται ότι υιοθετούμενος, ο οποίος υιοθετήθηκε ή υιοθετείται από πρόσωπο ή πρόσωπα που αναφέρονται πιο πάνω, έπειτα από δικαστική διαδικασία του εξωτερικού θεωρείται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ότι διαμένει στη Δημοκρατία·
(β)ο ένας τουλάχιστον από τους αιτητές έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του και το Δικαστήριο κρίνει ότι λαμβανομένων υπόψη των ηλικιών τόσο του υιοθετούντος όσο και του υιοθετουμένου, αντίστοιχα, η υιοθεσία δε συνεπάγεται κινδύνους για τον υιοθετούμενο και είναι γενικώς προς το συμφέρον του υιοθετουμένου· οι περιορισμοί όσον αφορά τη διαφορά ηλικίας μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετουμένου δεν ισχύουν αν πρόκειται για υιοθεσία τέκνου του ή τέκνου της συζύγου του αιτητή· ή
(γ) ένας από τους αιτητές έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του και είναι συγγενής του υιοθετουμένου:
Νοείται ότι οι διατάξεις του εδαφίου (3)(β) και (3)(γ) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που η αίτηση υιοθεσίας υποβάλλεται από τον πατέρα ή τη μητέρα του υιοθετουμένου.
(4) Αίτηση υιοθεσίας υποβάλλουν-
(α)Οι δύο σύζυγοι για από κοινού υιοθεσία,
(β)ο φυσικός πατέρας με τη σύζυγο του ή η μητέρα με το σύζυγο της, από κοινού,
(γ) ο σύζυγος της μητέρας ή η σύζυγος του πατέρα του υιοθετουμένου.