9.-(1) Το δικαστήριο το οποίο έχει εκδώσει διάταγμα κηδεμονίας δύναται να το ακυρώσει, να το τροποποιήσει ή να το αναθεωρήσει είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αίτησης του κηδεμονευομένου ή του κηδεμονικού λειτουργού.
(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), το δικαστήριο δύναται ειδικότερα, όσον αφορά διάταγμα κηδεμονίας με όρους κοινοτικής εργασίας-
(α) Να επεκτείνει ή να περιορίσει το κατώτατο όριο κηδεμονίας των δώδεκα μηνών, αν κρίνει ότι λόγω αλλαγής των περιστατικών και για το συμφέρον της δικαιοσύνης αυτό είναι σκόπιμο.
(β) Να ακυρώσει ή να τροποποιήσει τους όρους παροχής εργασίας.
(3) Σε περίπτωση που η ακύρωση, η τροποποίηση ή η αναθεώρηση γίνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο ή κατόπιν αίτησης του κηδεμονικού λειτουργού, το δικαστήριο ακολουθεί, με τις ανάλογες προσαρμογές, τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 8, όσον αφορά την προσαγωγή και την εμφάνιση του κηδεμονευομένου ενώπιον του δικαστηρίου.
(4) Σε περίπτωση τροποποίησης ή αναθεώρησης του διατάγματος που αφορά αλλαγές ως προς την επαρχία της διαμονής ή του τόπου εργασίας, τακτικής, κοινοτικής ή άλλης, του κηδεμονευομένου, ο πρωτοκολλητής του δικαστηρίου που έχει τροποποιήσει ή αναθεωρήσει το διάταγμα αποστέλλει στον πρωτοκολλητή του δικαστηρίου της νέας επαρχίας τόσο το αρχικό όσο και το τροποποιημένο κείμενο του διατάγματος μαζί με οποιαδήποτε άλλα έγγραφα ή πληροφορίες που έχουν σχέση με την υπόθεση ή που δυνατό να είναι χρήσιμα στην εκτέλεση του διατάγματος, καθώς και στην παρακολούθηση και την επίβλεψη της εφαρμογής του διατάγματος και των όρων του.