26.-(1) Σε ποινική διαδικασία σχετικά με παροχή βοήθειας για διάπραξη αδικήματος συγκάλυψης κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 (Αδικήματα συγκάλυψης) αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, αν αποδείξει ότι σκόπευε να αποκαλύψει σε αστυνομικό ή στη Μονάδα την υποψία ή την πεποίθηση του ή τα γεγονότα επί των οποίων στήριζε την υποψία ή την πεποίθηση του, σχετικά με τη συμφωνία ή τη διευθέτηση, και ότι η παράλειψη του να πράξει αυτό οφειλόταν σε λογική αιτία.
(2) Όταν πρόσωπο αποκαλύψει σε αστυνομικό ή στη Μονάδα την υποψία ή την πεποίθηση του ότι ποσά ή επενδύσεις προέρχονται από γενεσιουργό αδίκημα ή χρησιμοποιούνται σε σχέση με αυτό, καθώς και οτιδήποτε άλλο επί του οποίου στηρίζει την εν λόγω υποψία ή πεποίθηση του, τότε-
(α) Η αποκάλυψη αυτή δε λογίζεται ως παραβίαση οποιουδήποτε συμβατικού περιορισμού στην αποκάλυψη πληροφοριών~ και
(β) αν το εν λόγω πρόσωπο προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά παράβαση του άρθρου 4 (Αδικήματα συγκάλυψης) και η αποκάλυψη αναφέρεται στην εν λόγω ενέργεια, το πρόσωπο αυτό δε διαπράττει αδίκημα κατά παράβαση των προνοιών του εν λόγω άρθρου, αν πληρούνται οι πιο κάτω διατάξεις:
(i) η εν λόγω ενέργεια έγινε με τη συγκατάθεση του αστυνομικού ή της Μονάδας μετά την πιο πάνω αποκάλυψη~ ή
(ii) αν η ενέργεια έγινε πριν από την αποκάλυψη, η αποκάλυψη έγινε αυτοβούλως και χωρίς καθυστέρηση, αμέσως μόλις παρασχέθηκε στον πληροφοριοδότη σχετική εύλογη ευκαιρία.
(3) Σε περίπτωση όπου πρόσωπο κατά τον ουσιώδη χρόνο βρίσκεται υπό την εργοδοσία άλλου προσώπου του οποίου εργασίες εποπτεύονται από μια από τις Αρχές οι οποίες εγκαθιδρύονται δυνάμει του άρθρου 60 (Εποπτικές Αρχές), τα εδάφια (1) και (2) πιο πάνω εφαρμόζονται σε σχέση με αποκαλύψεις ή προτιθέμενες αποκαλύψεις στο αρμόδιο πρόσωπο σύμφωνα με τη διαδικασία την οποία ο εργοδότης ήθελε καθιερώσει για σκοπούς τέτοιων αποκαλύψεων και θα έχουν την ίδια συνέπεια όπως και οι αποκαλύψεις ή προτιθέμενες αποκαλύψεις σε αστυνομικό ή στη Μονάδα.