18.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), σε περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο του διατάγματος επιβάρυνσης είναι η περιουσία που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (5) του άρθρου 15 (Διάταγμα επιβάρυνσης), η διάθεση, πώληση ή ρευστοποίηση της εν λόγω περιουσίας γίνεται μόνο με διάταγμα του δικαστηρίου το οποίο εκδίδεται κατόπιν αίτησης της κατηγορούσας αρχής ή του παραλήπτη ο οποίος έχει διοριστεί δυνάμει του άρθρου 17 (Διορισμός παραλήπτη) και το οποίο καλείται διάταγμα πώλησης ομολόγων.
(2) Το δικαστήριο, κατά την έκδοση διατάγματος πώλησης ομολόγων, δύναται να επιβάλει οποιουσδήποτε όρους κρίνει αναγκαίους για τη διασφάλιση των συμφερόντων όσων έχουν συμφέρον στην πώληση των εν λόγω ομολόγων.
(3) Το δικαστήριο, προτού εκδώσει διάταγμα πώλησης ομολόγων, εξασφαλίζει τις απόψεις όλων των ενδιαφερομένων, περιλαμβανομένου του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, καθώς και των συμβούλων εταιρείας ή άλλου νομικού προσώπου, με σκοπό την εξακρίβωση των διάφορων συμφερόντων στην υπό επιβάρυνση περιουσία τα οποία δυνατό να επηρεάζονται από την πώληση, ρευστοποίηση ή διάθεση της. Το δικαστήριο δύναται για το σκοπό αυτό να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες κρίνει υπό τις περιστάσεις σκόπιμες και αναγκαίες.
(4) Διάταγμα πώλησης ομολόγων δύναται να εκδοθεί μόνο μετά την έκδοση διατάγματος δήμευσης.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο του επιβαρυντικού διατάγματος είναι μετοχές εταιρείας, η πώληση τους γίνεται με δημόσιο πλειστηριασμό, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, και ακολούθως ισχύουν οι ίδιες διατάξεις που ισχύουν και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το επιβαρυντικό διάταγμα εκδίδεται για χρέος σε πολιτική υπόθεση, σύμφωνα με τον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο.